τζατζόγρια, η, ουσ. [<τζατζό <τουρκ. casus (= κατάσκοπος) + γριά], (υβριστικά) γριά δύστροπη, στριμμένη, στρίγκλα, η τζαντόγρια: «ο παππούς μου είναι μια χαρά άνθρωπος, αλλά η γιαγιά μου είναι μια τζατζόγρια που σε βγάζει απ’ τα ρούχα σου». Ακούγεται και το αρσ. τζατζόγερος, ο.