τέρμινο, το, ουσ. [<μσν. τέρμενον <λατιν. terminus], συνήθως στον πλ. τα τέρμινα, δηλώνει αόριστα μεγάλο χρονικό διάστημα. (Λαϊκό τραγούδι: σε πόσα τέρμινα και μέρες θε να περάσουμε τις βέρες
- σε τρία τέρμινα, α. σε άδηλο χρόνο: «είπε πως θα ’ρθει σε τρία τέρμινα». (Λαϊκό τραγούδι: αγαπάς μια γυφτοπούλα, σ’ αγαπά κι αυτή, τρία τέρμινα πριν βγούνε, θα σε παντρευτεί). β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση, όταν στην ερώτηση κάποιου πότε θα ’ρθει ο τάδε δε θέλουμε να του πούμε το πότε.