τεμενάς, ο, ουσ. [<τουρκ. temenna <temennah], ανατολίτικος χαιρετισμός με βαθιά υπόκλιση· συνήθως στον πλ. οι τεμενάδες, εκδήλωση δουλικής υποταγής: «μόλις δει κανέναν πλούσιο, αρχίζει τους τεμενάδες»·
- κάνω τεμενά ή κάνω τεμενάδες, α. συμπεριφέρομαι δουλικά σε κάποιον είτε από φόβο είτε γιατί έχω σκοπό να του αποσπάσω κάτι: «να δεις τι ωραίους τεμενάδες κάνει, όταν συναναστρέφεται κάποιον πλούσιο!». (Λαϊκό τραγούδι: σου ’παν πως είμαι μπελαλής, άντρας βαρύς και ντερτιλής δε λογαριάζω, ούτε κάνω τεμενά δεν κάνω κράτει πουθενά). β.θέλω πάρα πολύ να αποκτήσω κάτι χωρίς να με ενδιαφέρει το ηθικό κόστος: «κάνω τεμενάδες, προκειμένου να αποκτήσω κι εγώ ένα τέτοιο αυτοκίνητο»·
- του κάνω τεμενά ή του κάνω τεμενάδες, του συμπεριφέρομαι δουλικά με σκοπό να του αποσπάσω κάποιο όφελος ή γενικά του συμπεριφέρομαι δουλικά: «μόλις δει κανέναν πλούσιο, αρχίζει να του κάνει τεμενάδες». (Λαϊκό τραγούδι: όταν έχεις πορτοφόλι, τεμενά σου κάνουν όλοι).