τελικός, -ή, -ό, επίθ. [<αρχ. τελικός], τελικός. 1. που είναι οριστικός, τελειωτικός: «απ’ τη στιγμή που έδωσα την τελική μου απάντηση πάνω στο θέμα, δε θέλω να κάνω άλλη κουβέντα». 2. το αρσ. ως ουσ. ο τελικός (για αθλητικά παιχνίδια) ο τελευταίος αγώνας ανάμεσα σε δυο ομάδες, από την έκβαση του οποίου αναδεικνύεται ο πρωταθλητής ή ο κυπελλούχος μιας αγωνιστικής περιόδου: «την Κυριακή οι τάδε ομάδες θα παίξουν στον τελικό για το κύπελλο Ελλάδος». 3. το θηλ. ως ουσ. η τελική (ενν. ταχύτητα) η μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα που μπορεί να αναπτύξει ένα τροχοφόρο, ιδίως αυτοκίνητο ή μοτοσικλέτα: «το τάδε αυτοκίνητο έχει τελική 220 χιλιόμετρα». Επίρρ. τελικά, στο τέλος, στα τελευταία, στην ουσία: «θέλω να μου πεις τελικά ποιο είναι το ποσόν που σου χρωστάω». (Λαϊκό τραγούδι: μας υποχρέωσες, μας υποχρέωσες, μα δε μας είπες τελικά πόσο μας χρέωσες). (Ακολουθούν 11 φρ.)·
- διπλώνομαι σαν σίγμα τελικό ή διπλώνομαι σαν τελικό σίγμα ή διπλώνω σαν σίγμα τελικό ή διπλώνω σαν τελικό σίγμα, βλ. λ. σίγμα·
- έγινε σαν σίγμα τελικό ή έγινε σαν τελικό σίγμα, βλ. λ. σίγμα·
- είμαι στο τελικό στάδιο, βλ. λ. στάδιο·
- μέχρι τελικής πτώσεως, βλ. λ. πτώση·
- παίζω στα τελικά, βλ. φρ. παίζω στον τελικό·
- παίζω στον τελικό, (για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ) νικώντας σε μια σειρά από παιχνίδια, παίζω με τον αντίπαλό μου, που και αυτός νίκησε σε μια σειρά από παιχνίδια, και ο νικητής από την μεταξύ μας αναμέτρηση ανακηρύσσεται πρωταθλητής ή κυπελλούχος της αθλητικής χρονιάς: «η ομάδα μου νίκησε όλους τους αντιπάλους της και την Κυριακή παίζει στον τελικό»·
- σε τελική ανάλυση, βλ. λ. ανάλυση·
- τελική ευθεία, βλ. λ. ευθεία·
- τελική τιμή, βλ. λ. τιμή·
- φτάνω στα τελικά, βλ. φρ. παίζω στα τελικά·
- φτάνω στον τελικό, βλ. φρ. παίζω στον τελικό.