τεζαριστός, -ή, -ό, επίθ. [από το θέμα αορ. του ρ. τεζάρω + κατάλ. -τός], βλ. λ. τεζαρισμένος·
- πήγε τεζαριστός, πέθανε, ιδίως σκοτώθηκε: «δε μ’ άκουγε που τον συμβούλευα να μην τρέχει σαν τρελός με τ’ αυτοκίνητό του, ώσπου μια μέρα πήγε τεζαριστός».