ταυτότητα, η, ουσ. [<αρχ. ταυτότης], η ταυτότητα·
- δίχως ταυτότητα, χωρίς στοιχεία που να προσδιορίζουν τη μοναδικότητα κάποιου ατόμου. (Λαϊκό τραγούδι: για δε μ’ αφήνετε ήσυχο, άσ’ τε με ήσυχο όλοι, θέλω να ζήσω ελεύθερος δίχως ταυτότητα πια
- έχω κρίση ταυτότητας, βλ. λ. κρίση·
- κρατώ την ταυτότητά μου, δεν απαρνούμαι, διατηρώ ιδίως τα εθνικά ήθη και έθιμά μου, τις παραδόσεις του λαού μου: «ευτυχώς που οι επαρχιώτες δεν έχουν αλλοτριωθεί και κρατούν ακόμα την ταυτότητά τους»·
- κρύβω την ταυτότητά μου, αποκρύπτω επιμελώς το όνομά μου, το χαρακτήρα μου: «δεν ξέρουμε ποιος είναι κι απορούμε γιατί επιμένει να κρύβει την ταυτότητά του || δεν μπορούμε να καταλάβουμε τι σόι άνθρωπος είναι, γιατί κρύβει την ταυτότητά του»·
- του πήρε την ταυτότητα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) ο ποδοσφαιριστής για τον οποίο γίνεται λόγος, απέσπασε περίτεχνα την μπάλα από τον αντίπαλό του: «ο τάδε του έκανε μια προσποίηση και του πήρε την ταυτότητα χωρίς να το καταλάβει». Συνών. του πήρε το πορτοφόλι.