ταμπλάς1 κ. ταβλάς κ. νταμπλάς1, ο, ουσ. [<τουρκ. tabla], ειδικός καλαθόπλεκτος ή μεταλλικός δίσκος όπου ο κουλουρτζής βάζει τα κουλούρια του. (Λαϊκό τραγούδι: μου ’ρχεται να κάνω γιούργια στον ταμπλά με τα κουλούρια
- θα στο φέρω ταμπλά ή θα στο φέρω ταμπλά στο κεφάλι, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα σε χτυπήσω στο κεφάλι με αυτό που κρατώ στα χέρια μου: «αν προσπαθήσεις να μου το πάρεις βίαια, θα στο φέρω ταμπλά, στο λέω!». Από την εικόνα των κουλουρτζήδων που, όταν μαλώνουν, ανταλλάσσουν χτυπήματα με τους ταμπλάδες τους·
- μου ’ρθε ταμπλάς στο κεφάλι, ένιωσα οδυνηρή έκπληξη: «μου ’ρθε ταμπλάς στο κεφάλι, όταν τον είδα να φιλάει τη γυναίκα του φίλου του».