τάλιρο κ. τάληρο κ. τάλαρο, το, ουσ. [<ιταλ. tallero <γερμ. Thaler, από τη συγκοπή του Joachimsthaler (= αργυρό νόμισμα της περιοχής του Joachimsthal, που κόπηκε το 1519)]. 1. κέρμα αξίας πέντε δραχμών. (Λαϊκό τραγούδι: καροτσέρη τράβα, να πάμε στα Ταταύλα, πόσα τάλιρα γυρεύεις να μας πας και να μας φέρεις). 2. μεγάλο φλέγμα, η ροχάλα: «μετά το βήχα του έβγαλε ένα τάλιρο, που, μόλις το είδα, μου ’ρθε να κάνω εμετό». Από την εικόνα του παλιού τάλιρου που ως νόμισμα είχε αρκετό μέγεθος. 3. στον πλ. τα τάλιρα, τα πολλά χρήματα, ο πλούτος. (Λαϊκό τραγούδι: απόψε που υπάρχουνε τα τάλιρα, οι μάγκες θα οργώσουνε τα Φάληρα). Υποκορ. ταλιράκι, το·
- έγινε ο κώλος μου σαν τάλιρο, ή έγινε ο κώλος μου τάλιρο, βλ. λ.κώλος·
- έπηξε στο τάλιρο, βλ. φρ. χέστηκε στο τάλιρο·
- έχει τάλιρα, έχει λεφτά, είναι πλούσιος: «έμαθαν πως έχει τάλιρα κι όλοι θέλουν να του κάνουν παρέα». (Λαϊκό τραγούδι: και τον ανάβει η κυριά Κούλα, όπου έχει τάλιρα και τσιγαριές στη ζούλα
- κάνε μας ένα τάλιρο κουνήματα, ειρωνική ή κοροϊδευτική προτροπή σε άτομο που θέλουμε να το υποβιβάσουμε στα μάτια της παρέας·
- τρελάθηκε στο τάλιρο, βλ. φρ. χέστηκε στο τάλιρο·
- χέζεται στο τάλιρο, έχει πάρα πολλά χρήματα: «ό,τι θέλει τ’ αγοράζει αμέσως, γιατί χέζεται στο τάλιρο». Συνών. χέζεται στα λεφτά / χέζεται στο χρήμα·
- χέστηκε στο τάλιρο, κέρδισε πολλά χρήματα, ιδίως από κάποια δουλειά που έκανε: «άνοιξε ένα φαγάδικο στην καρδιά της αγοράς και χέστηκε στο τάλιρο, γιατί έχει πολλή δουλειά». Συνών. χέστηκε στα λεφτά / χέστηκε στο χρήμα.