ταΐζω κ.
ταγίζω, ρ. [<μσν. ταγίζω <ταγή + κατάλ. -ίζω], ταΐζω. 1.
δωροδοκώ: «είχα κάτι προβλήματα με την πολεοδομία, αλλά τάισα κάποιον υπάλληλο
καλά και ξεμπέρδεψα». 2. συντηρώ, τρέφω: «ταΐζει ολόκληρη οικογένεια».
(Ακολουθούν 19 φρ.)·
-
αν δε φωνάξει το μωρό, δεν το ταΐζει η μάνα του, βλ. λ. μωρό·
-
βουβάσου, αν θες να σε ταΐζουν, όταν έχεις τη μεγάλη ανάγκη κάποιου,
μπροστά του να είσαι φρόνιμος και να μην αυθαδιάζεις: «ζητάς να σε βοηθήσει ο
άνθρωπος αλλά δεν κλείνεις κι εσύ λιγάκι το στόμα σου κι αν θες να μάθεις,
βουβάσου, αν θες να σε ταΐζουν». Συνών. όποιος διψάει, πίνει με σιωπή·
-
έχει να ταΐσει κοτζάμ ασκέρι, βλ. λ. ασκέρι·
-
καλύτερα να σε ντύνω παρά να σε ταΐζω ή καλύτερα να σε ντύνουν παρά
να σε ταΐζουν, βλ. λ. καλύτερος·
-
κουκουνάρια σε ταΐζει η μάνα σου! βλ. λ. κουκουνάρι·
-
ταΐζει τ’ άλογα, βλ. λ. άλογο·
-
ταΐζει τ’ αλογάκια, βλ. λ. αλογάκι·
-
ταΐζει τ’ αλογατάκια, βλ. λ. αλογατάκι·
-
ταΐζει τα ψάρια, βλ. λ. ψάρι·
-
ταΐζω πολλά στόματα, βλ. λ. στόμα·
-
ταΐζω το σπίτι μου, βλ. λ. σπίτι·
-
τάισε τα ψάρια, βλ. λ. ψάρι·
-
την ταΐζω καλά, κάνω συχνά έρωτα μαζί της: «η γυναίκα σου κρατιέται μια
χαρά. Την ταΐζω καλά». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ ή το βλέπεις.
Συνών. την ποτίζω καλά·
-
την τάισε φασόλια, βλ. λ. φασόλι·
-
τι σε ταΐζει η μάνα σου; βλ. λ. μάνα·
-
τον ταΐζει στο στόμα, βλ. λ. στόμα·
-
τον ταΐζω και τον ποτίζω, τον συντηρώ, τον τρέφω: «απ’ τη μέρα που
χρεοκόπησε ο φίλος μου, τον ταΐζω και τον ποτίζω»·
-
τον ταΐζω κουτόχορτο, βλ. λ. κουτόχορτο·
-
τον τάισε χυλόπιτα, βλ. λ. χυλόπιτα.