σφάξιμο, το, ουσ. [<από το θέμα αορ. του ρ. σφάζω + κατάλ. -ιμο], το σφάξιμο. 1. ο σφάχτης (βλ. λ.). 2. ο σφαγιασμός, η σφαγή (βλ. λ.). 3. η πληρωμή υπέρογκου λογαριασμού: «είπαμε να πληρώσουμε κάτι παραπάνω, αλλά τέτοιο σφάξιμο δεν μπορώ να τ’ ανεχτώ». 4. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) η προσφορά κακής και μικρής ποσότητας ναρκωτικού, η κακή εξήγηση (βλ. λ.)·
- είμαι για σφάξιμο, βλ. φρ. θέλω σφάξιμο·
- είναι για σφάξιμο, βλ. φρ. θέλει σφάξιμο·
- θέλει σφάξιμο, πρέπει να τιμωρηθεί πολύ σκληρά, παραδειγματικά: «θέλει σφάξιμο ο κερατάς, αν χτύπησε γέρο άνθρωπο». (Λαϊκό τραγούδι: η Έλλη, άντε, θέλει σφάξιμο με δίκοπο μαχαίρι, γιατί άφησε τον άντρα της και πήρε κομισέρη). Για συνών. βλ. φρ. θέλει σκότωμα, σκότωμα·
- θέλω σφάξιμο, έκφραση που δηλώνει έντονη μεταμέλεια για κάτι που είπαμε ή κάναμε: «αν είπα εγώ τέτοια λόγια γι’ αυτόν τον άγιο άνθρωπο, θέλω σφάξιμο! || αν έκανα αυτή την κουταμάρα, θέλω σφάξιμο». Για συνών. βλ. φρ. θέλω σκότωμα, λ. σκότωμα.