αρραβώνιασμα, το κ. αρρεβώνιασμα, το, ουσ. [από το θέμα αορ. του ρ. αρραβωνιάζω + κατάλ. -μα], συνήθως στον πλ. τα αρραβωνιάσματα, η τελετή των αρραβώνων: «ακούς γέλια και τραγούδια απ’ το διπλανό διαμέρισμα, γιατί έχουν αρραβωνιάσματα»·
- θα ’χουμε αρραβωνιάσματα, βλ. φρ. θα ’χουμε αρραβώνες, λ. αρραβώνας.