σύξυλος,
-η, -ο, επίθ.
[<συν + ξύλο (αρχική σημασία «μαζί με τα ξύλα του»)], (για πλοία) χωρίς να
περισωθεί τίποτα: «το καράβι έπεσε σ’ έναν τυφώνα και χάθηκε σύξυλο στα κύματα»·
- αφήνω
σύξυλο, εγκαταλείπω κάτι στην κατάσταση που βρίσκεται, ιδίως όχι καλή
εξαιτίας κάποιου ξαφνικού, απρόβλεπτου γεγονότος: «μόλις έμαθα πως μετέφεραν τη
μητέρα μου στο νοσοκομείο, άφησα σύξυλο το δωμάτιό μου κι έφυγα || μόλις με
ειδοποίησε ο φίλος πως ο αδερφός μου είχε μπλεχτεί σε καβγά, τ’ άφησα όλα
σύξυλα στο δωμάτιό μου κι έφυγα»·
- μένω
σύξυλος, α. στερούμαι τα πάντα, καταστρέφομαι ολοκληρωτικά: «κάποτε
είχε μεγάλη περιουσία, αλλά απ’ τη μέρα που άρχισε να χαρτοπαίζει, μέσα σε λίγο
καιρό έμεινε σύξυλος». β. νιώθω μεγάλη έκπληξη, μένω κατάπληκτος:
«έμεινα σύξυλος, μόλις τον είδα με τι γκομενάρα κυκλοφορούσε!»·
- τον
άφησα σύξυλο, α. τον εγκατέλειψα στην κατάσταση που βρισκόταν, ιδίως
όχι ευχάριστη: «ήταν μέσ’ στα νεύρα του, γι αυτό κι εγώ τον άφησα σύξυλο κι
έφυγα». β. του προξένησα κατάπληξη: «πέρασα από μπροστά του με την
καινούρια αυτοκινητάρα μου και τον άφησα σύξυλο, μόλις με είδε».