συνήθειο, το, ουσ. [<μσν. συνήθειο(ν) <συνηθάω + κατάλ. -ιο], η συνήθεια·
- έχω το συνήθειο, συνηθίζω: «κάθε πρωί έχω το συνήθειο να δίνω ένα φιλάκι στη μάνα μου, πριν φύγω για τη δουλειά»·
- κατά το συνήθειο, σύμφωνα με το έθιμο: «μόλις μπει επισκέπτης στο σπίτι, του τρατάρουμε, κατά το συνήθειο, ένα γλυκό του κουταλιού»·
- κατά το συνήθειό του, σύμφωνα με τη συνήθειά του, με την έξη του: «κάθε φορά που του πέφτουν λεφτά στο χέρι, πάει κατά το συνήθειό του και τα τρώει στα μπουζούκια».