συνεννοούμαι, ρ. [<μτγν. συνεννοῶ], συνεννοούμαι·
- δεν ξέρω, συνεννοηθείτε, έκφραση αδιαφορίας σε άτομο που μας ζητάει να παρέμβουμε ως διαιτητής στη διένεξη που έχει με κάποιον, συνεννοηθείτε χωρίς τη μεσολάβησή μου: «εσύ, αν θέλεις, μπορείς να πεις έναν καλό λόγο για να μονοιάσουμε. -Δεν ξέρω, συνεννοηθείτε». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εγώ. Συνών. δεν ξέρω, βρείτε τα ή δεν ξέρω, βρέστε τα / δεν ξέρω, κανονίστε τα / δεν ξέρω, συζητείστε τα·  
- ούτε συνεννοημένοι να ’μασταν! έκφραση θαυμασμού στην περίπτωση που δυο άτομα ενεργούν ταυτόχρονα με τον ίδιο τρόπο, χωρίς προηγουμένως να έχουν συνεννοηθεί·
- συνεννοηθείτε, α. συμβουλευτική ή προτρεπτική έκφραση σε δυο άτομα που έχουν διαφορές μεταξύ τους να τις λύσουν με ήρεμο διάλογο, με πολιτισμένο τρόπο: «μορφωμένοι άνθρωποι είστε, γι’ αυτό αφήστε τα μαλώματα και συνεννοηθείτε». β. πολλές φορές, δηλώνει και αδιαφορία: «έχω τα δικά μου προβλήματα, ρε παιδιά, συνεννοηθείτε». Συνών. βρείτε τα ή βρέστε τα / κανονίστε τα / συζητείστε τα.