στρόφιγγα, η, ουσ. [<αρχ. στρόφιγξ + κατάλ. αιτιατ. -ιγγα], η στρόφιγγα·
- ανοίγω τη στρόφιγγα, αρχίζω την παροχή, ιδίως χρημάτων ή διάφορων ωφελημάτων: «οι τράπεζες άνοιξαν τη στρόφιγγα των καταναλωτικών δανείων || η κυβέρνηση ενόψει των εκλογών άνοιξε τη στρόφιγγα διάφορων παροχών προς τους εργαζόμενους»· 
- κλείνω τη στρόφιγγα, διακόπτω την παροχή, ιδίως χρημάτων ή διάφορων ωφελημάτων: «επειδή τα νοικοκυριά είναι καταχρεωμένα, οι τράπεζες έκλεισαν τις στρόφιγγες των καταναλωτικών δανείων || λόγω στερνής εισοδηματικής πολιτικής, η κυβέρνηση έκλεισε τη στρόφιγγα των διάφορων παροχών προς τους εργαζομένους».