αρπάζω κ. αρπάχνω κ. αρπάω, ρ. [<αρχ. ἁρπάζω], αρπάζω. 1. πιάνω βίαια: «τον άρπαξε απ’ το χέρι και τον τράβηξε». 2. κολλώ μια αρρώστια, προσβάλλομαι από μια ασθένεια: «άρπαξε βλεννόρροια || άρπαξε γρίπη». 3α. αφαιρώ βίαια από κάποιον κάτι, κλέβω βίαια από κάποιον κάτι, ιδίως στο δρόμο: «καθώς ερχόμουν, ένας μηχανόβιος μ’ άρπαξε την τσάντα». (Λαϊκό τραγούδι: βρε τον τεκέ μας τον χαλάει και την τσίκα μας αρπάει)β. (γενικά) κλέβω: «ποιος άρπαξε τον αναπτήρα μου;». (Λαϊκό τραγούδι: σαν αρπάξω τη ρεζέρβα είναι ντου και σήκω φεύγα). 4. δέχομαι ξαφνικό ή άθελο χτύπημα από κάποιον: «όπως πήγα να τους χωρίσω, άρπαξα κι εγώ μια μπουνιά». 5. (για φαγητά) καίγομαι εξωτερικά, κολλώ, τσικνίζω: «άρπαξε το παστίτσιο». 6α. άρπα,(προστακτ.) πιάσε: «άρπα την άκρη του σχοινιού και τράβα την». β. πάρε: «άρπα κι εσύ αυτά τα λεφτά». 7. απευθύνεται και ως υβριστικό επιφών. άρπα! που συνοδεύεται από μούντζα ή από το δείκτη και το μεσαίο δάχτυλο ανοιχτά σαν διχάλα στο ύψος των ματιών εκείνου τον οποίο βρίζουμε. (Ακολουθούν 62 φρ.)·
- άρπα κόλλα, βλ. λ. άρπα κόλλα·
- άρπα την! (ενν. την γροθιά, την καρπαζιά, την κλοτσιά, την μπάτσα, την μπουνιά), α. επιφών. που συνοδεύει το χτύπημα με το χέρι ή το πόδι. β. δηλώνει ικανοποίηση για κάποιο κακό που έπαθε κάποιος, το οποίο μας χαροποίησε και έχει την έννοια καλά να πάθεις·
- άρπα το! (ενν. το μπουνίδι, το χαστούκι) , επιφών. που συνοδεύει το χτύπημα με το χέρι·
- άρπα τον! (ενν. τον γρόνθο, τον κλότσο, τον μπάτσο, το φούσκο), επιφών. που συνοδεύει το χτύπημα με το χέρι ή με το πόδι.
- αρπάζει αμέσως φωτιά, βλ. λ. φωτιά·
- αρπάζει εύκολα φωτιά, βλ. λ. φωτιά·
- αρπάζει με το πρώτο φωτιά, βλ. λ. φωτιά·
- αρπάζω καμπάνα, βλ. λ. καμπάνα·
- αρπάζω (μια) κατσάδα, βλ. λ. κατσάδα·
- αρπάζω (μια) πούντα, βλ. λ. πούντα·
- αρπάζω στον αέρα (κάτι), βλ. λ. αέρας·
- αρπάζω τα γράμματα, βλ. λ. γράμμα·
- αρπάζω τη ζωή απ’ τα μαλλιά, βλ. λ. ζωή·
- αρπάζω τη φόλα, βλ. λ. φόλα·
- αρπάζω την ευκαιρία, βλ. λ. ευκαιρία·
- αρπάζω την ευκαιρία απ’ τα μαλλιά, βλ. λ. μαλλί·
- αρπάζω το δόλωμα, βλ. λ. δόλωμα·
- αρπάζω το θυμιατήρι, βλ. λ. θυμιατήρι·
- αρπάζω το μικρόβιο, βλ. λ. μικρόβιο·
- αρπάζω τον ταύρο απ’ τα κέρατα, βλ. λ. ταύρος·
- αρπάζω φωτιά, βλ. λ. φωτιά·
- άρπαξα αράπικια, βλ. λ. αράπικια·
- άρπαξα αρρώστια, βλ. λ. αρρώστια·
- άρπαξα τα γαλόνια μου, βλ. λ. γαλόνι·
- άρπαξε το φαγητό, βλ. λ. φαγητό·
- αρπάχτηκαν απ’ τα μαλλιά, βλ. λ. μαλλί·
- δεν αρπάζει εύκολα φωτιά, βλ. λ. φωτιά·
- κάτι άρπαξε τ’ αφτί μου, βλ. λ. αφτί·
- κάτι άρπαξε το μάτι μου, βλ. λ. μάτι·
- μου άρπαξε μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή μου άρπαξε τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- μου άρπαξε μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή μου άρπαξε την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά·
- να, άρπα την! ειρωνικό ή απειλητικό επιφών. που συνοδεύεται από μούτζα: «να, άρπα την, παλιομαλάκα!»· βλ. και φρ. άρπα την(!)·
- ο αρπάξας του αρπάξαντος, βλ. φρ. ο κλέψας του κλέψαντος, λ. κλέβω·
- ο λύκος στη γειτονιά του αρνί δεν αρπάζει, βλ. λ. λύκος·
- ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας, βλ. λ. κώλος·
- τ’ αρπάζει (ενν. λεφτά, τα χρήματα), α. βγάζει, κερδίζει αρκετά χρήματα: «έστησε ένα σουβλατζίδικο στο λιμάνι και τ’ αρπάζει μια χαρά». β. (ιδίως για υπαλλήλους του δημοσίου), δωροδοκείται, λαδώνεται, χρηματίζεται: «αν θέλεις να πάρεις γρήγορα το πιστοποιητικό σου, πήγαινε στον τάδε που τ’ αρπάζει || σήμερα, οι πιο πολλοί δημόσιοι υπάλληλοι, τ’ αρπάζουν για να σου τελειώσουν μια δουλειά». Συνών. τα παίρνει / τα πιάνει / τα σβερκώνει / τα τσακώνει / τα τσιμπάει / τα χουφτώνει·
- τ’ αρπάζει αμέσως, βλ. φρ. το πιάνει αμέσως, λ. πιάνω·
- τ’ αρπάζει κανονικά, βλ. λ. κανονικός·
- τ’ αρπάζει με το πρώτο, βλ. φρ. το πιάνει με το πρώτο, λ. πιάνω·
- τ’ άρπαξαν κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- τ’ άρπαξαν μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- την αρπάζω, θυμώνω, νευριάζω: «μη βρίζεις την ομάδα μου, γιατί την αρπάζω || μην τον κολλάς πολύ, γιατί την αρπάζει με το παραμικρό»·
- την άρπαξα (ενν. την αρρώστια, την ασθένεια), α. την κόλλησα: «πήγε με κείνη τη βρομιάρα και την άρπαξε (ενν. τη βλεννόρροια)». β. κρυολόγησα: «κάθισα ανάμεσα στο ρεύμα και την άρπαξα (ενν. τη γρίπη, την πούντα)·
- τις αρπάζω (ενν. τις γροθιές, τις κατραπακιές, τις κλοτσιές, τις μπάτσες τις ξυλιές, τις σφαλιάρες, τις φάπες), τρώω ξύλο: «το πήγαινε φιρί φιρί και στο τέλος τις άρπαξε»·
- τις άρπαξε με τη βέργα, βλ. λ. βέργα·
- τις άρπαξε με τη βίτσα, βλ. λ. βίτσα·
- τις άρπαξε με την παντόφλα, βλ. λ. παντόφλα·
- τις άρπαξε με το ζωνάρι, βλ. λ. ζωνάρι·
- τις άρπαξε με το ζωστήρα, βλ. λ. ζωστήρας·
- τις άρπαξε με το λουρί, βλ. λ. λουρί·
- τον (την, το) αρπάζει (ενν. τον πούτσο, τον ψωλό, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. συνηθέστ. τον (την, το) παίρνει, λ. παίρνω·
- τον αρπάζω απ’ τα μαλλιά, βλ. λ. μαλλί·
- τον αρπάζω απ’ τα μούτρα, βλ. λ. μούτρο·
- τον αρπάζω απ’ το γιακά, βλ. λ. γιακάς·
- τον αρπάζω απ’ το καρύδι, βλ. λ. καρύδι·
- τον αρπάζω απ’ το λαιμό, βλ. λ. λαιμός·
- τον αρπάζω απ’ τον γκιρλατάνο, βλ. λ. γκιρλατάνος·
- τον άρπαξαν με τις λεμονόκουπες, βλ. λ. λεμονόκουπα·
- τον άρπαξε ο ήλιος, βλ. λ. ήλιος
- του άρπαξα μέσ’ απ’ τα χέρια τη δουλειά ή του άρπαξα τη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια, βλ. λ. δουλειά·
- του άρπαξα μέσ’ απ’ το στόμα την μπουκιά ή του άρπαξα την μπουκιά μέσ’ απ’ το στόμα, βλ. λ. μπουκιά.