στραβός, -ή, κ. -ιά, -ό, κ. -ύ, επίθ. [<αρχ. στραβός], στραβός. 1. που δεν είναι ίσιος: «στραβή γραμμή». 2. (υποτιμητικά) που είναι αλλήθωρος, που είναι τυφλός: «είναι τόσο στραβός, που σ’ άλλον απευθύνεται κι άλλον κοιτάζει || επειδή ήταν στραβός ο άνθρωπος, τον πέρασα στο απέναντι πεζοδρόμιο». 3. που είναι αγράμματος, αμόρφωτος ή απληροφόρητος: «θέλουν να ’χουν τον κόσμο στραβό, για να τον εκμεταλλεύονται όπως θέλουν». 4. που γίνεται ή που είναι λάθος, ο λαθεμένος: «στραβός υπολογισμός». 5. το θηλ. ως ουσ. η στραβή, το λάθος, το σφάλμα, το παράπτωμα, η απρέπεια: «για κάθε στραβή, υπάρχουν και οι ανάλογες συνέπειες». (Τραγούδι: το μοιραίο, κορίτσι λαθραίο, κομμένη σ’ το λέω όχι άλλη στραβή).Συνών. κουτσός (2). 6. ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα στραβά (βλ. λ.) Επίρρ. στραβά. (Ακολουθούν 65 φρ.)·
- βάζω τη σκούφια μου στραβά ή βάζω στραβά τη σκούφια μου, βλ. λ. σκούφια·
- βάζω το καπέλο μου στραβά ή βάζω στραβά το καπέλο μου, βλ. λ. καπέλο·
- βοηθήστε στραβοί τον ανοιχτομάτη, βλ. λ. ανοιχτομάτης·
- βοηθήστε στραβοί τον αόμματο, βλ. λ. αόμματος·
- για να λέμε και του στραβού το δίκιο ή για να πούμε και του στραβού το δίκιο, βλ. λ. δίκιο·
- γυναίκα του στραβού, για ποιον στολίζεσαι; βλ. λ. γυναίκα·
- έγινε η στραβή, λέγεται στην περίπτωση που ενήργησε κάποιος άπρεπα, λανθασμένα: «πάνω στα νεύρα μου του μίλησα άσχημα μπροστά στη γυναίκα του, αλλά τώρα έγινε η στραβή, τι να κάνουμε!». Συνών. έγινε η κουτσή·
- είναι στραβό κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- είναι στραβός κι ανάποδος, είναι πολύ δύστροπος, ιδιότροπος, παράξενος: «δεν μπορείς να κάνεις λεπτό μαζί του, γιατί είναι στραβός κι ανάποδος»·
- έκανε καβάλα σε στραβό γαϊδούρι, βλ. λ. γαϊδούρι·
- έχει στραβά κανιά, βλ. λ. κανιά·
- έχω το καπέλο μου στραβά ή έχω στραβά το καπέλο μου, βλ. λ. καπέλο·
- η σκύλα από τη βιάση της στραβά κουτάβια κάνει, βλ. λ. σκύλα·
- ή στραβός είν’ ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε, βλ. λ. γιαλός·
- ήταν στραβό το κλήμα, το ’φαγε κι ο γάιδαρος, βλ. λ. κλήμα·
- κάνω τα στραβά μάτια, βλ. λ. μάτι·
- κάνω το στραβό, ενεργώ άπρεπα ή λανθασμένα περισσότερο από πείσμα παρά από άγνοια: «όταν πεισμώσει, ό,τι και να του πεις, αυτός θα κάνει το στραβό»·
- κάνω τον στραβό, προσποιούμαι πως δε βλέπω, πως δεν καταλαβαίνω: «ό,τι και να κάνουν, ό,τι και να λένε, κάνω τον στραβό, για να μη γίνονται κάθε τόσο φασαρίες». (Λαϊκό τραγούδι: στα εστιατόρια κάθομαι χώρια και μόλις πάω το τσιγάρο μου τραβώ, κι αν με κοιτούνε κι αν με γελούνε, εγώ δε βλέπω κι όλο κάνω τον στραβό
- κουτσά στραβά, βλ. λ. κουτσός·
- κουτσά στραβά κι ανάποδα, βλ. λ. κουτσός·
- κουτσοί στραβοί στον Άη Παντελεήμονα! βλ. λ. κουτσός·
- με πιάνει το στραβό μου, γίνομαι δύστροπος, ιδιότροπος: «αν με πιάσει το στραβό μου, δεν κάνω το χατίρι κανενός»·
- με (το) στραβό αν (σαν) κοιμηθείς, το πρωί θ’ αλληθωρίζεις, λέγεται επιτιμητικά για κείνους που έχουν κακές συναναστροφές και συμπεριφέρονται ανάλογα. Συνών. μ’ όποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις·
- μην κοιτάς τη στραβή μου μύτη, κοίτα την ίσια μου τύχη ή μην κοιτάς τα στραβά μου πόδια, κοίτα την ίσια μου τύχη, βλ. λ. τύχη·
- μου ’κατσε στραβά, δεν ήρθε κάτι όπως το ήθελα, όπως μου ταίριαζε: «υπολόγιζα πως ήταν εύκολη δουλειά, αλλά μου ’κατσε στραβά και παιδεύτηκα μέχρι να την τελειώσω». (Τραγούδι: πιτσιρίκια που κουνιούνται σαν φραπέδες έλα, μάνα μου, στον ίδιο το χαβά. Κάτι έρημα παιδιά στους καναπέδες κι η αγάπη τους που έκατσε στραβά μωρέ!
- μου πάνε όλα στραβά ή όλα μου πάνε στραβά ή όλα στραβά μου πάνε, βλ. φρ. μου ’ρχονται όλα στραβά. (Τραγούδι: όταν σου πάνε όλα στραβά, στον έρωτα και στα χαρτιά, να το γιορτάζεις)·
- μου ’ρχεται στραβά, μου είναι δύσκολο να ενεργήσω με τρόπο που αντίκειται στη φιλοσοφία μου, στην ψυχολογία μου ή στην προσωπικότητά μου: «μου ’ρχεται στραβά να τον εγκαταλείψω τώρα που έχει την ανάγκη μου || μου ’ρχεται στραβά ν’ αντιμιλήσω στους γονείς μου»·
- μου ’ρχονται όλα στραβά ή όλα μου ’ρχονται στραβά ή όλα στραβά μου ’ρχονται, (γενικά) οι υποθέσεις μου δεν εξελίσσονται ευνοϊκά: «τον τελευταίο καιρό όλα μου ’ρχονται στραβά»·
- μου ’ρχονται όλα στραβά κι ανάποδα ή όλα μου ’ρχονται στραβά κι ανάποδα ή όλα στραβά κι ανάποδα μου ’ρχονται, (γενικά) οι υποθέσεις μου δεν εξελίσσονται καθόλου ευνοϊκά: «τον τελευταίο καιρό μου ’ρχονται όλα στραβά κι ανάποδα»·
- μου ’ρχονται στραβά τα πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- ξύπνησε στραβά, ξύπνησε πολύ κακόκεφος: «απ’ τα μούτρα του κατάλαβα πως ξύπνησε στραβά, γι’ αυτό δεν του λέω κουβέντα». Συνών. ξύπνησε ανάποδα / ξύπνησε από λάθος πλευρό / ξύπνησε με τον κώλο στον ανήφορο / ξύπνησε στο πλάι·
- όλα τα στραβά καρβέλια απ’ τη νύφη καμωμένα ή όλα τα στραβά ψωμιά απ’ τη νύφη καμωμένα, βλ. λ. νύφη·
- όλα τα στραβά καρβέλια η στραβή πινακωτή τα κάνει, βλ. λ. πινακωτή·
- παίρνω στραβά τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- περνώ κουτσά στραβά ή την περνώ κουτσά στραβά, βλ. λ. κουτσός·
- περπατάς στραβά, ενεργείς, συμπεριφέρεσαι ανέντιμα: «πάψε να περπατάς στραβά, γιατί θα το φας το κεφάλι σου». (Λαϊκό τραγούδι: μου ’χεις τάξει, βρε κακούργα, πως θα μου ’μενες πιστή. Και απατημένο τώρα με παράτησες, μα να ξέρεις, πως κι εσύ στραβά περπάτησες). Συνών. δεν περπατάς καλά·
- πήγε στραβά η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- πήρε ο στραβός κατήφορο, βλ. λ. κατήφορος·
- πήρε στραβό δρόμο ή πήρε το στραβό δρόμο ή πήρε το στραβό το δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- ποιος στραβός δε θέλει τα μάτια του! βλ. λ. μάτι·
- ποιος στραβός δε θέλει το φως του! βλ. λ. φως·
- πολλές μαμές, στραβό το παιδί, βλ. λ. μαμή·
- σηκώθηκε στραβά, βλ. φρ. ξύπνησε στραβά·
- στραβή βδομάδα, βλ. λ. βδομάδα·
- στραβή μέρα, βλ. λ. μέρα·
- στραβή τύχη, βλ. λ. τύχη·
- στραβό κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- στραβό ριζικό, βλ. λ. ριζικό·
- στραβός άνθρωπος, βλ. λ. άνθρωπος·
- στραβός βελόνα γύρευε μέσα στον αχυρώνα, βλ. λ. βελόνα·
- στραβός δρόμος, βλ. λ. δρόμος·
- στραβός είσαι; α. (απειλητικά ή ειρωνικά) δε βλέπεις μπροστά σου; Λέγεται κυρίως, όταν μας πατήσει ή όταν μας σπρώξει κάποιος. β. είναι πράγμα οφθαλμοφανές: «στραβός είσαι και δεν μπορείς να καταλάβεις πως, αν κάνεις αυτή τη δουλειά, θα καταστραφείς;»·
- στραβός μήνας, βλ. λ. μήνας·
- στραβός χρόνος, βλ. λ. χρόνος·
- τα βλέπω όλα στραβά, είμαι απαισιόδοξος, απογοητευμένος: «υπάρχει τέτοια αναδουλειά στην αγορά, που τον τελευταίο καιρό τα βλέπω όλα στραβά»·
- τα βλέπω όλα στραβά κι ανάποδα, βλ. λ. ανάποδος·
- τα στραβά γαϊδούρια τη νύχτα πάν’ και βόσκουν, βλ. λ. γαϊδούρι·
- τα στραβά και τ’ ανάποδα, οι δυσκολίες, οι αντιξοότητες, οι παρατυπίες, ακόμα και οι ευτράπελες καταστάσεις σε μια δουλειά ή επιχείρηση και γενικά στη ζωή: «θέλω να μάθω όλα τα στραβά και τ’ ανάποδα που συμβαίνουν σ’ αυτό το εργοστάσιο, πριν αναλάβω τη διεύθυνσή του»·
- την είδα στραβά, παρεξήγησα, παρανόησα την ενέργεια ή την πρόθεση κάποιου σχετικά με το άτομό μου: «αυτός ό,τι κι αν είπε, το είπε για να με υποστηρίξει, αλλά εγώ την είδα στραβά»·
- την έκανα τη στραβή, έκανα λάθος, σφάλμα, παράπτωμα, απρέπεια, λάθος λογαριασμό: «δεν αντιλήφθηκα πως ήταν πίσω μου, όταν τον κορόιδευα για τη μεγάλη μύτη του, αλλά τώρα την έκανα τη στραβή και το φυσάω και δεν κρυώνει || ήμουν λίγο μπόσικος στη δουλειά και την έκανα τη στραβή, κι άντε τώρα να δούμε πώς θα τα μπαλώσω». Συνών. την έκανα την κουτσή·
- της στραβής ψωλής της φταίνε οι τρίχες, βλ. λ. ψωλή·
- το βάζω στραβά (ενν. το καπέλο μου), δε με νοιάζει, δεν ενδιαφέρομαι για τίποτα, ιδίως γιατί είμαι εξασφαλισμένος οικονομικά: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, το ’βαλε στραβά και πέρα βρέχει»·
- το παίρνω στραβά, παρανοώ, δεν καταλαβαίνω καλά, παρεξηγώ κάτι: «εγώ ό,τι κι αν είπα, το ’πα για το καλό σου κι εσύ το πήρες στραβά»·
- του ’κατσε στραβά, α. λέγεται με κάποια διάθεση ειρωνείας για κάποιον που δεν ήρθε κάτι έτσι όπως το περίμενε ή όπως του συνέφερε: «του ’κατσε στραβά, που θα κάνει σαββατιάτικη βάρδια, γιατί είχε σκοπό να πάει το Σαββατοκύριακο εκδρομή». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ βέβαια και κλείνει με το του κυρίου (της κυρίας). β.λέγεται με κάποια διάθεση ειρωνείας στην περίπτωση που κάποιος δεν είναι ευχαριστημένος με κάτι που του έτυχε ή που του προσφέρθηκε, ενώ κανονικά θα έπρεπε να ήταν: «του ’κατσε στραβά που του ’ρθαν εκείνα τα λεφτά απ’ την κληρονομιά του παππού του!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ και κλείνει με το του κυρίου (της κυρίας). γ.(γενικά) δεν εξελίχθηκε κάτι όπως το περίμενε ή όπως το επιθυμούσε κάποιος: «η τελευταία δουλειά που έκανε του ’κατσε στραβά κι έχει προβλήματα»·
- φορώ τη σκούφια μου στραβά ή φορώ στραβά τη σκούφια μου, βλ. λ. σκούφια·
- φορώ το καπέλο μου στραβά ή φορώ στραβά το καπέλο μου, βλ. λ. καπέλο.