στόχαστρο, το, ουσ. [<στοχάζομαι], το στόχαστρο·
- βάζω στο στόχαστρο (κάποιον ή κάτι), α. εντοπίζω, ξεχωρίζω κάποιον ή κάτι και περιμένω την κατάλληλη στιγμή, την κατάλληλη ευκαιρία, για να ενεργήσω ή για να το αποκτήσω: «έβαλα στο στόχαστρο την τάδε και περιμένω την κατάλληλη στιγμή για να εκδηλωθώ || η εφορία έβαλε στο στόχαστρο τους φοροφυγάδες || όταν βάλει στο στόχαστρο κάτι αυτός ο άνθρωπος, αργά ή γρήγορα το αποκτάει». β. περιμένω την κατάλληλη στιγμή, την κατάλληλη ευκαιρία, για να ενεργήσω σε βάρος κάποιου: «πρόσεχε τι λες και τι κάνεις, γιατί ο διευθυντής σ’ έβαλε στο στόχαστρο». Από την εικόνα του σκοπευτή, που παίρνει γραμμή σκόπευσης από το στόχαστρο που είναι προσαρμοσμένο στην άκρη της κάννης του όπλου του·
- βρίσκομαι στο στόχαστρο (κάποιου), βλ. φρ. είμαι στο στόχαστρο (κάποιου)·
- είμαι στο στόχαστρο (κάποιου), περιμένει κάποιος την κατάλληλη στιγμή, την κατάλληλη ευκαιρία για να ενεργήσει σε βάρος μου: «ξέρω πως δε με χωνεύει και πως από καιρό είμαι στο στόχαστρό του»· 
- τον βάζω στο στόχαστρο, βλ. συνηθέστ. τον έχω στο στόχαστρο·
- τον έχω στο στόχαστρο, περιμένω την κατάλληλη στιγμή, την κατάλληλη ευκαιρία, για να ενεργήσω σε βάρος του: «απ’ τη μέρα που έμαθα πως με κατηγόρησε, τον έχω στο στόχαστρο».