αρνάκι, το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. αρνί], το αρνάκι. 1. άνθρωπος άκακος, αθώος: «είναι τόσο αρνάκι αυτός ο άνθρωπος, που όλοι τον κάνουν ό,τι θέλουν». 2. άνθρωπος που δε δημιουργεί κανένα πρόβλημα στους άλλους, που είναι πολύ ήσυχος, πολύ φρόνιμος: «αποκλείεται να σε πείραξε αυτός ο άνθρωπος, γιατί είναι ήσυχος σαν αρνάκι»·
- αρνάκι του γάλακτος, α. που είναι πολύ τρυφερό: «τρελαίνομαι για φρικασέ με αρνάκι του γάλακτος». (Λαϊκό τραγούδι: και θα σου πάρω, κούκλα μου, του γάλακτος αρνάκι,για να το κάνεις φρικασέ με φρέσκο μαρουλάκι). β. όμορφο και τρυφερό κορίτσι: «τα ’φτιαξα με μια πιτσιρίκα, που είναι αρνάκι του γάλακτος»·
- αρνάκι του Θεού, άνθρωπος αθώος, ήσυχος, φρόνιμος και καλοκάγαθος: «τον βρήκαν όλοι αρνάκι του Θεού και τον κάνουν ό,τι θέλουν»·
- έγινε αρνάκι, αν και ήταν άτακτος, έγινε φρόνιμος, φρονίμεψε: «όλοι απορούν πώς έγινε αρνάκι αυτό το παιδί!»·
- είναι άκακο αρνάκι, δεν έχει την παραμικρή κακία μέσα του, είναι πάρα πολύ καλός: «αποκλείεται να έχει κάνει κακό σε κάποιον αυτός ο άνθρωπος, γιατί είναι άκακο αρνάκι»·
- είναι σαν αρνάκι, είναι πολύ ήσυχος, πολύ φρόνιμος: «αποκλείεται να έχει κάνει ο τάδε τη φασαρία, γιατί αυτός είναι σαν αρνάκι»·
- κοιμάται σαν αρνάκι ή κοιμάται σαν τ’ αρνάκι, (ιδίως για μικρά παιδιά) κοιμάται πολύ γαλήνια: «όλη τη μέρα έπαιζε και τώρα κοιμάται σαν αρνάκι το χρυσό μου»·
- τον έκανα αρνάκι, με καλοπιάσματα ή με άγρια συμπεριφορά τον υποχρέωσα να φρονιμέψει: «μόλις τον ανέλαβε ο τάδε, βρήκε τον τρόπο και τον έκανε αρνάκι»·
- τον κάνω αρνάκι σουβλιστό, α. τον καταταλαιπωρώ, τον καταβασανίζω: «όποιος παραβεί το λόγο του, θα τον κάνω αρνάκι σουβλιστό». β. είναι του χεριού μου, τον κατανικώ: «σε σένα μπορεί να κάνει τον άγριο, αλλά εγώ όποια ώρα θέλω τον κάνω αρνάκι σουβλιστό»·
- τον κάνω αρνάκι της σούβλας, βλ. φρ. τον κάνω αρνάκι σουβλιστό.