στόλος, ο, ουσ. [<αρχ. στόλος], ο στόλος· πλήθος, ιδίως από αυτοκίνητα: «έχει ολόκληρο στόλο από φορτηγά, που οργώνουν ολόκληρη την Ευρώπη». Υποκορ. στολίσκος, ο·
- κορίτσια ο στόλος! ειρωνικό πείραγμα που απευθύνεται σε ομάδα κοριτσιών που περνάει από μπροστά μας. Από την εικόνα του ιδιοκτήτη καμπαρέ που παλιότερα, όταν μάθαινε πως ήρθε κάποιος πολεμικός στόλος στο λιμάνι, ιδίως ο αμερικάνικος 6ος στόλος, ειδοποιούσε τις γυναίκες, που δούλευαν στο μαγαζί του, να είναι έτοιμες για δουλειά. Συνών. κορίτσια ο Μπάρκουλης!