στοιχίζω, ρ. [<αρχ. στοιχίζω], στοιχίζω. 1. προκαλώ λύπη: «του στοίχισε πολύ ο χωρισμός τους || του στοίχισε πάρα πολύ ο θάνατος του πατέρα του». 2. έχω ως κόστος, ως συνέπεια: «αυτή η άστοχη ενέργεια στη δουλειά σου θα σου στοιχίσει πολλά λεφτά»·
- δε μου στοιχίζει, δεν αποδίδω σημασία ή σπουδαιότητα σε κάτι, δεν έχει κανένα προσωπικό κόστος για μένα, μου είναι αδιάφορο: «ό,τι και να πεις, ό,τι και να κάνεις, δε μου στοιχίζει το παραμικρό». (Λαϊκό τραγούδι: αυτό το αχ! Άμα το πω θαρρείς δε μου στοιχίζει, τέσσερα φύλλα έχει η καρδιά τα τρία μου ραγίζει
- δε στοιχίζει τίποτα, είναι πολύ απλό, πολύ εύκολο: «απ’ τη στιγμή που δε θα κρατήσεις τις υποσχέσεις σου, δε στοιχίζει τίποτα να υπόσχεσαι»·
- δεν του στοιχίζει τίποτα να…, δεν του είναι καθόλου δύσκολο να…, δε διστάζει καθόλου να…: «δεν του στοιχίζει τίποτα να σε κλείσει στη φυλακή για χρέος πενήντα ευρώ!»·
- μου στοίχισε ακριβά, βλ. λ. ακριβός·
- μου στοίχισε ο κούκος αηδόνι, βλ. λ. κούκος·
- μου στοίχισε τα μαλλιά της κεφαλής μου, βλ. λ. μαλλί·
- μου στοίχισε τα μαλλιοκέφαλά μου, βλ. λ. μαλλιοκέφαλα·
- του στοίχισε τη ζωή, βλ. λ. ζωή.