στημένος, -η, -ο, επίθ. [μτχ. του ρ. στήνω], στημένος. 1. που περιμένει μάταια στο ραντεβού του: «ήμουν στημένος και περίμενα πάνω από μισή ώρα, ώσπου στο τέλος έφυγα». 2. που στέκεται με τεντωμένο το κορμί του, που στέκεται κορδωμένος: «ήταν στημένος στη γωνιά με το καινούριο του κοστούμι και καμάρωνε». 3. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου), παίχτης ή διαιτητής που έχει δωροδοκηθεί και δεν παίζει αμερόληπτα ή έχει μειωμένη απόδοση: «ο διαιτητής ήταν στημένος και στο τελευταίο λεπτό του αγώνα σφύριξε πέναλτι σε βάρος μας || ο τερματοφύλακας ήταν στημένος κι έφαγε δυο κοροϊδίστικα γκολ». (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- βρήκε στημένη δουλειά ή βρήκε δουλειά στημένη, βλ. λ. δουλειά·
- είναι στημένη δουλειά ή είναι δουλειά στημένη, βλ. λ. δουλειά·
- είναι στημένη η δουλειά ή είναι η δουλειά στημένη, βλ. λ. δουλειά·
- έχει στημένη δουλειά ή έχει δουλειά στημένη, βλ. λ. δουλειά·
- μου την είχε στημένη στη γωνία, βλ. λ. γωνία·
- μου την έχουν στημένη, α. τα έχουν διοργανώσει εκ των προτέρων με τέτοιο τρόπο, ώστε να εκτεθώ ή να αποτύχω: «δε θα κάνω μ’ αυτούς τους τύπους δουλειά, γιατί κάποιος με πληροφόρησε πως μου την έχουν στημένη». β. μου έχουν στήσει ενέδρα, καραούλι, καιροφυλακτούν για να μου κάνουν κακό: «αν θα πάω σ’ αυτό το μέρος, θα πάω με μεγάλη παρέα, γιατί ξέρω πως κάτι τύποι μου την έχουν στημένη»·
- μου την έχουν στημένη τη δουλειά ή μου την έχουν τη δουλειά στημένη, βλ. λ. δουλειά·
- στημένη φάση, βλ. λ. φάση·
- στημένο παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- στημένος αγώνας, βλ. λ. αγώνας·
- την έχω στημένη, περιμένω κάπου κάποιον: «την έχω στημένη σ’ αυτό το μπαράκι και περιμένω τον τάδε»· βλ. και φρ. τη στήνω, λ. στήνω·
- του την έχω στημένη, α. καιροφυλακτώ, περιμένω την ώρα που θα χρειαστεί τη βοήθειά μου ή θα έρθει σε δύσκολη θέση, για να του φερθώ με τον ίδιο κακό τρόπο με τον οποίο μου φέρθηκε: «από καιρό του την έχω στημένη αυτού του τύπου κι αλίμονό του, όταν φτάσει εκείνη η ώρα». β. του έχω στήσει ενέδρα, καραούλι για να του κάνω κακό: «εσείς πάτε μπροστά κι εγώ θα του την έχω στημένη σ’ αυτό το σημείο, οπότε, μόλις βγει, θα τον αρπάξω». Συνών. του την έχω φυλαγμένη.