στερνός, -ή, -ό, επίθ. [<μσν. ὑστερνός <ὑστερινός]. 1. που είναι, που έμεινε ή που έγινε τελευταίος: «είμαι ο στερνός άνθρωπος που εξακολουθώ να σ’ αγαπώ || τα στερνά του λόγια έκαναν μεγάλη εντύπωση στο ακροατήριο». (Λαϊκό τραγούδι: στερνό μου γλυκοχάραμα κι εσύ αυγή θλιμμένη, για ξημερώστε γρήγορα τον ήλιο ν’ αντικρίσω, γιατί μετρώ στα δάχτυλα τις ώρες που θα ζήσω // και τα μάτια του πριν κλείσει, ζήτηξ’ άλλη μια φορά δυο ποτήρια να τραβήξει, για στερνή του πια χαρά). 2. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα στερνά (βλ. λ.)·
- έφυγε για το στερνό ταξίδι, βλ. λ. ταξίδι·
- η στερνή ώρα, βλ. λ. ώρα·
- στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα! βλ. λ. γνώση·
- το στερνό αντίο ή το στερνό το αντίο, βλ. λ. αντίο·
- το στερνό ταξίδι, βλ. λ. ταξίδι.