σταματημός, ο, ουσ. [<σταματώ + κατάλ. -ημός], ο σταματημός·
- δεν έχει σταματημό ή σταματημό δεν έχει, λέγεται για κάποιον ή για κάτι που, όταν αρχίζει να ενεργεί, να κινείται ή να γίνεται, δε σταματάει εύκολα: «όταν αρχίζει να μιλάει αυτός ο άνθρωπος, δεν έχει σταματημό || όταν αρχίζει να βρέχει το φθινόπωρο στη Θεσσαλονίκη, σταματημό δεν έχει η βροχή»·
- χωρίς σταματημό, βλ. φρ. δεν έχει σταματημό.