σπιτάκι, το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. σπίτι]. 1. μικρό σπίτι: «ζει σ’ ένα σπιτάκι στην άκρη του χωριού || απορώ πώς ζούνε τόσα άτομα μέσα σ’ αυτό το σπιτάκι!». 2. (με συναισθηματική φόρτιση) το σπίτι: «μόλις τελειώσω απ’ τη δουλειά επιστρέφω αμέσως στο σπιτάκι μου». (Λαϊκό τραγούδι: χωριό μου χωριουδάκι μου και πατρικό σπιτάκι μου). 3. μικρό σπίτι ως παιδικό παιχνίδι: «έβαλε την κούκλα στο σπιτάκι της»·
- δεν παίζουμε σπιτάκια, μιλάμε σοβαρά, σοβαρολογούμε, δεν αστειευόμαστε, δεν είμαστε παιδιά: «θα σε παρακαλούσα να έρθεις με σοβαρές προτάσεις, γιατί είμαστε σοβαρή επιχείρηση και δεν παίζουμε σπιτάκια». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το εδώ. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Για συνών. βλ. φρ. δεν παίζουμε τις κουμπάρες, λ. κουμπάρα·
- εμείς τι κάνουμε, σπιτάκια παίζουμε γιατί υποτιμάς την ειδικότητά μας, την τέχνη μας, τη δουλειά μας ή την εμπειρία μας, από τη στιγμή που δεν είμαστε καθόλου άσχετοι με αυτό για το οποίο γίνεται λόγος: «θα μπορέσεις να βρεις λύση στο πρόβλημά μου; -Εμείς τι κάνουμε, σπιτάκια παίζουμε;». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το καλά και μετά το ρ. της φρ. κάνουμε, ακολουθεί το εδώ ή το δηλαδή. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Για συνών. βλ. φρ. εμείς τι κάνουμε, τις κουμπάρες παίζουμε; λ. κουμπάρα·  
- παίζω σπιτάκια, δεν κάνω απολύτως τίποτα, χάνω τον καιρό μου, τεμπελιάζω: «εμείς σκοτωνόμαστε στη δουλειά κι αυτός, αντί να μας βοηθήσει, κάθεται και παίζει σπιτάκια». Για συνών. βλ. φρ. παίζω τις κουμπάρες, λ. κουμπάρα. Από την εικόνα των μικρών παιδιών που παίζουν το ομώνυμο παιχνίδι·
- τι νόμισες, σπιτάκια παίζουμε; λέγεται με ειρωνική διάθεση στην περίπτωση που φέρουμε σε αίσιο τέλος μια δουλειά ή μια υπόθεση, ενώ κάποιος ή κάποιοι μας θεωρούσαν εντελώς ανίκανους γι’ αυτό: «για να σου πω την αλήθεια, δεν ήμουν σίγουρος πως θα μπορούσες να τελειώσεις μια τόσο δύσκολη δουλειά. -Τι νόμισες, σπιτάκια παίζουμε;». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το εμ. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Για συνών. βλ. φρ. τι νόμισες, τις κουμπάρες παίζουμε; λ. κουμπάρα·
- σπίτι μου, σπιτάκι μου, (και) σπιτοκαλυβάκι μου, βλ. λ. σπίτι.