σουτάρω κ. σουτέρνω, ρ. [<σουτ + κατάλ. -άρω, -έρνω]. 1. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) εκτελώ σουτ προς την αντίπαλη περιοχή: «κάθε φορά που σουτάρει αυτός ο παίχτης, δημιουργεί προβλήματα στην αντίπαλη άμυνα». 2. (για μπάσκετ) εκτελώ βολή προς το αντίπαλο καλάθι: «οι παίχτες μας είχαν εντολή να σουτέρνουν συνεχώς προς το αντίπαλο καλάθι». 3. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) κάνω χρήση ναρκωτικού με ενδοφλέβια ένεση: «δεν έχει να σουτάρει και πάει να τρελαθεί». (Τραγούδι: το ’χα τρακάρει, το ’χα αγαπήσει, ήσουν παιδούλα κι ολοζώντανη, μα πια σουτάρεις και ποιος να σε γνωρίσει, δε φτάνει να ’σαι μοναχά παιδί). 4. (ιδίως για δημοσίους υπαλλήλους) μεταθέτω κάποιον από την εργασιακή του θέση χωρίς να το επιθυμεί: «μόλις ανέλαβε η καινούρια κυβέρνηση, σούταραν όλους τους υποστηρικτές της προηγούμενης στις παραμεθόριες περιοχές». Από την εικόνα του παίχτη που κλοτσάει και διώχνει την μπάλα μακριά του. 5. διώχνω, απολύω από τη δουλειά μου κάποιον: «επειδή δημιουργούσε συνέχεια προβλήματα με τους άλλους εργάτες μου, τον σούταρα κι ησύχασα». 6. διώχνω τον ερωτικό μου σύντροφο, διαλύω τον ερωτικό μου δεσμό: «επειδή τον τελευταίο καιρό μου μιλούσε όλο για γάμο, τη σουτάρισα κι ησύχασα». (Λαϊκό τραγούδι: με σουτάρισε. Ερωτεύθηκ’ έναν άλλο και σαλτάρισε).7. πηδώ, ανατινάζομαι στον αέρα, ιδίως από έκπληξη ευχάριστη ή δυσάρεστη: «σουτάρισα, μόλις τον είδα αγκαλιά με τη γυναίκα του καλύτερου φίλου του». 8. πετώ κάτι που μου είναι πια άχρηστο: «πρέπει να σουτάρω τ’ αυτοκίνητό μου, γιατί παραπάλιωσε || το σουτάρισα εκείνο το κουστούμι με τη βαθιά ρίγα, γιατί είναι πια ντεμοντέ»·
- σουτάρισε η δουλειά, βλ. λ. δουλειά.