σουτάρισμα, το, ουσ. [από το θέμα αορ. του ρ. σουτάρω + κατάλ. -μα]. 1. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) η εκτέλεση σουτ, το σουτ προς την αντίπαλη περιοχή: «ήταν τόσο δυνατό το σουτάρισμα του παίχτη, που ο τερματοφύλακας έμεινε άγαλμα». 2. (για μπάσκετ) η εκτέλεση βολής προς το αντίπαλο καλάθι: «το τελευταίο του σουτάρισμα ήταν τρίποντο και μας έδωσε τη νίκη». 3. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) η λήψη ναρκωτικών με ενδοφλέβια ένεση: «μ’ ένα σουτάρισμα τη μέρα είναι μια χαρά». Από παρομοίωση του χτυπήματος της φλέβας με τη βελόνα με το χτύπημα της μπάλας. 4. η εκδίωξη, το διώξιμο, η απόλυση ή η απομάκρυνση από χώρο εργασίας: «με τις κοπάνες που κάνεις δε το γλιτώσεις το σουτάρισμα απ’ τη δουλειά σου»·
- παίρνω σουτάρισμα, βλ. φρ. τρώω σουτάρισμα·
- της (του) δίνω σουτάρισμα, βλ. φρ. της (του) δίνω σουτ, λ. σουτ·
- του δίνω σουτάρισμα, βλ. φρ. του δίνω σουτ, λ. σουτ·
- τρώω σουτάρισμα, βλ. φρ. τρώω σουτ, λ. σουτ.