σουλτάνα, η, ουσ. [θηλ. του σουλτάνος], η σουλτάνα· (στη γλώσσα της αργκό) 1. η γυναίκα που έχει κατακτήσει ολοκληρωτικά την καρδιά ενός άντρα: «λίγο να κάνει πως αργεί η σουλτάνα του, τρελαίνεται απ’ την αγωνία». (Λαϊκό τραγούδι: σου του δηλώνω, μάνα μου, εσύ ’σαι η σουλτάνα μου κι αυτή ’ναι η αλήθεια). 2. πανέμορφη γυναίκα: «για δες μια σουλτάνα που περνάει στ’ απέναντι πεζοδρόμιο». (Λαϊκό τραγούδι: μια ξανθιά, μικρή σουλτάνα, πω, πω, πω με τρέλανε! Τέτοια νύχτα μαγεμένη αχ! να μην ξημέρωνε!). 3. πολύ όμορφος άντρας, που δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη περιστασιακά και έναντι μικρής αμοιβής χωρίς όμως να είναι πούστης και συζεί με τον κρατούμενο που θεωρείται αρχηγός: «κάποιος τόλμησε να πειράξει τη σουλτάνα του κι αυτός τον ξεκοίλιασε»· βλ. και λ. κότα (5).