σουλάτσο, το, ουσ. [<ιταλ. sollazzo (= διασκέδαση)], ο περίπατος, η βόλτα, το άσκοπο περπάτημα μέσα στους δρόμους, το σεργιάνι: «άσε το σουλάτσο και κοίτα να βρεις καμιά δουλειά!». (Λαϊκό τραγούδι: Ομόνοια την Κυριακή σουλάτσο και καμάκι, μα ντρέπεσαι για το μαλλί, μπαίνεις στο τρένο και γραμμή για το Καραϊσκάκη
- είναι μόνο σουλάτσο ή είναι όλο σουλάτσο, δεν κάνει τίποτα, τεμπελιάζει: «απ’ τη μέρα που απολύθηκε απ’ το στρατό, είναι όλο σουλάτσο»·
- κάνω σουλάτσο, βλ. λ. σουλατσάρω.