σουγιάς, ο, ουσ. [;], μαχαιράκι της τσέπης που διπλώνει στα δυο: «δεν τον κολλάει κανένας, γιατί όλοι ξέρουν πως κουβαλάει πάντα στην τσέπη του ένα σουγιά». (Λαϊκό τραγούδι: μες στη Στρατώνα την Παλιά γεννήθηκα ένα μεσημέρι και βγήκα μέσ’ απ’ την κοιλιά μ’ έναν σουγιά στο χέρι
- γεια σου και χαρά σου και υγεία στου σουγιά σου! αποχαιρετιστήρια έκφραση με σεξουαλικό υπονοούμενο·
- έγινε σαν κολοκοτρωναίικος σουγιάς, δίπλωσε στα δυο είτε λόγω γηρατειών είτε λόγω υπερβολικής κούρασης ή ταλαιπωρίας είτε λόγω υπερβολικού κρύου: «με τα χρόνια που κουβαλάει ο άνθρωπος στην πλάτη του, πώς να μη γίνει σαν κολοκοτρωναίικος σουγιάς! || έκανε τόσο τσουχτερό κρύο, που έγινα σαν κολοκοτρωναίικος σουγιάς». Από τον ομώνυμο σουγιά που έχει καμπυλωτή λεπίδα.