σούβλισμα κ. σούγλισμα, το, ουσ. [από το θέμα αορ. του ρ. σουβλίζω + κατάλ. -μα], το σούβλισμα· η επιβολή της σεξουαλικής πράξης, ιδίως από πίσω, από τον κώλο: «μην του πολυκουνιέσαι αυτού του τύπου, γιατί δε θα το γλιτώσεις το σούβλισμα!»·
- θέλει σούβλισμα, πρέπει να τιμωρηθεί πολύ σκληρά, παραδειγματικά: «αν σήκωσε χέρι στη μάνα του, θέλει σούβλισμα». Για συνών. βλ. φρ. θέλει σκότωμα, λ. σκότωμα·
- θέλω σούβλισμα, έκφραση που δηλώνει έντονη μεταμέλεια για κάτι που είπαμε ή κάναμε: «αν μίλησα μ’ αυτόν τον άσχημο τρόπο στον πατέρα σου, θέλω σούβλισμα || αν έκανα τέτοια βλακεία, θέλω σούβλισμα». Για συνών. βλ. φρ. θέλω σκότωμα.