σούβλα κ. σούγλα, η, ουσ. [<μσν. σούβλα <λατιν. subula], η σούβλα·
- τον κάνω σούβλα, βλ. συνηθέστ. τον κάνω σουβλάκι, λ. σουβλάκι.