σοκάκι, το, ουσ. [<τουρκ. sokak]. 1. στενό δρομάκι συνοικίας: «σ’ όλα τα σοκάκια της γειτονιάς αντηχούσαν οι χαρούμενες φωνές των παιδιών». (Λαϊκό τραγούδι: και πού σοκάκι να τραγουδήσεις, δεν επιτρέπονται οι αναμνήσεις). 2. (γενικά) ο δρόμος: «σήμερα όλα τα σοκάκια γέμισαν από πιτσαρίες και μπαράκια»·
- γυρίζω στα σοκάκια, βλ. συνηθέστ. γυρίζω στους δρόμους, λ. δρόμος·
- μένω στα σοκάκια, βλ. συνηθέστ. μένω στους δρόμους, λ. δρόμος. (Λαϊκό τραγούδι: έχω μανούλα κι αδερφές, γυναίκα και παιδάκια κι αν κλείσω τα ματάκια μου θα μείνουν στα σοκάκια
- παίρνω τα σοκάκια, α. τριγυρίζω άσκοπα στους δρόμους: «όταν έχω λεύτερες ώρες, αντί να καθίσω στο σπίτι και να στηθώ μπροστά στο χαζοκούτι, προτιμώ να παίρνω τα σοκάκια». β. τριγυρίζω επίμονα στους δρόμους προσπαθώντας να βρω κάποιον: «μόλις τον πληροφόρησαν πως χτύπησε ο πατέρας του, πήρε τα σοκάκια για να βρει τον αδερφό του να του πει τα δυσάρεστα μαντάτα».