σκυτάλη, η, ουσ. [<αρχ. σκυτάλη], η σκυτάλη· 
- παίρνω τη σκυτάλη, αναλαμβάνω από κάποιον να συνεχίσω το έργο του: «επειδή ο πατέρας του βγήκε στη σύνταξη, πήρε τη σκυτάλη ο γιος του στο εργοστάσιο»·
- παραδίνω τη σκυτάλη, αφήνω κάποιον να συνεχίσει το έργο μου: «επειδή βγήκα στη σύνταξη, παρέδωσα τη σκυτάλη των εργασιών μου στο γιο μου».