σκύλα, η, ουσ. [θηλ. του σκύλος], η σκύλα. 1. (υβριστικά) γυναίκα που κάνει έρωτα οπουδήποτε και με οποιονδήποτε και, κατ’ επέκταση, η αισχρή πόρνη: «απ’ τη μέρα που πέθανε ο άντρας της, πηδιέται σαν τη σκύλα || θα πρέπει να είναι κανείς πολύ πεινασμένος σεξουαλικά, για να πάει μ’ αυτή τη σκύλα». Από την εικόνα των σκυλιών που καβαλιούνται μέσα στο δρόμο. 2. (υβριστικά) γυναίκα κακιά, σκληρή, άσπλαχνη: «είναι τόσο σκύλα η γυναίκα του, που του ’χει κάνει το βίο αβίωτο». (Λαϊκό τραγούδι: σκύλα,μ’ έκανες και λιώνω μες στης Κοκκινιάς το δρόμο, σκύλα, μ’ έκανες κομμάτια με τα δυο σου μαύρα μάτια). 3. γυναίκα πολύ άσχημη: «συνόδευε μια σκύλα, που ήταν για να φτύνεις κουκούτσια». Από την εικόνα του κοπρόσκυλου που, καθώς τριγυρίζει απεριποίητο και αφρόντιστο στο δρόμο, δείχνει πολύ άσχημο. 4. (στη γλώσσα της αργκό) ειδική τανάλια με την οποία οι διαρρήκτες παραβιάζουν την κλειδαριά της πόρτας: «όταν έχει τη σκύλα στα χέρια του, δεν υπάρχει κλειδαριά που να μην μπορεί να την παραβιάσει». 5. (στη γλώσσα της φυλακής) η διευθύντρια των γυναικείων φυλακών: «ειδοποίησε την τάδε πως τη θέλει η σκύλα στο γραφείο της». 6. (στη ναυτική γλώσσα) η σφυρίχτρα του πλοίου: «απ’ τη μεριά της ομίχλης ακούστηκε η σκύλα ενός πλοίου»· βλ. και λ. σκύλος·
- αν δεν κουνήσει η σκύλα την ουρά της, δεν πάνε τα σκυλιά κοντά της, η γυναίκα που δίνει αφορμή ή που προκαλεί τους άντρες, έχει αποκλειστικά την ευθύνη της ατίμωσής της: «καλά να πάθει κι έφαγε το κεφάλι της, γιατί, αν δεν κουνήσει η σκύλα την ουρά της, δεν πάνε τα σκυλιά κοντά της»·
- γαμιέται σαν σκύλα ή γαμιέται σαν τη σκύλα, η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος επιδίδεται μετά μανίας στον έρωτα και με διάφορους άντρες, χωρίς να έχει τις περισσότερες φορές συναίσθηση της πράξης της: «αν κυκλοφορήσεις στην πιάτσα μ’ αυτή τη γυναίκα, θα γίνεις ρεζίλι, γιατί γαμιέται σαν σκύλα»·
- είναι σαν σκύλα, η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος, είναι πολύ άσχημη: «πώς να πάω μαζί της, δεν τη βλέπεις που είναι σαν σκύλα;»·
- η σκύλα από τη βιάση της στραβά κουτάβια κάνει, οτιδήποτε γίνεται βιαστικά, βγαίνει, γίνεται ελαττωματικό: «δε θέλω να βιαστείς να μου τελειώσεις τη δουλειά, γιατί είναι γνωστό πως η σκύλα από τη βιάση της στραβά κουτάβια κάνει». Συνών. βιαστικό ζευγάρωμα τρελό παιδί θα βγάλει / όποιος βιάζεται, σκοντάφτει / όσο βιάζεται η γριά, τόσο κόβεται η κλωστή·
- πηδιέται σαν σκύλα ή πηδιέται σαν τη σκύλα, βλ. φρ. γαμιέται σαν σκύλα.