σκούπα, η, ουσ. [<μσν. σκούπα <λατιν. scopa], η σκούπα· (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) ελεύθερος αμυντικός παίχτης που παίζει μπροστά ή πίσω από τους κυρίως αμυντικούς παίχτες και παίρνει τις μπαλιές που αδυνατούν να σταματήσουν αυτοί: «ο τάδε παίχτης είναι ειδικός να παίζει σκούπα»·
- επιχείρηση σκούπα, βλ. λ. επιχείρηση·
- θα βάλω τη σκούπα μου να κλαίει! (ειρωνικά) δε με νοιάζει, δε με ενδιαφέρει, αδιαφορώ τελείως: «αν δε θα ’ρθεις το βράδυ μαζί μας, θα βάλω τη σκούπα μου να κλαίει!». Συνών. θα βάλω τη γάτα μου να κλαίει(!)·
- θα μπει σκούπα, θα απομακρυνθούν από τις διάφορες υψηλές θέσεις που κατέχουν, ιδίως του δημοσίου, τα άτομα εκείνα που θεωρούνται αποτυχημένα ή περιττά: «όταν θα ’ρθει το κόμμα μας στην εξουσία, θα μπει σκούπα σ’ όλες τις δημόσιες υπηρεσίες»·
- κάνω σκούπα (κάτι), παρασέρνω στο διάβα μου κάτι: «όπως έτρεχε έκανε σκούπα τις καρέκλες που ήταν πάνω στο πεζοδρόμιο»· βλ. και φρ. τα κάνω σκούπα·
- παίρνω σκούπα (κάτι), βλ. φρ. κάνω σκούπα (κάτι)·
- τα κάνω σκούπα, α. (ιδίως για χαρτοπαίγνιο) κερδίζω όλα τα χρήματα των παιχτών που παίζουν στο παιχνίδι: «είχε τέτοια ρέντα ο τάδε, που μας τα ’κανε σκούπα». β. (γενικά) αφαιρώ, παίρνω από κάπου ό,τι υπάρχει: «χτες βράδυ μπήκαν κλέφτες στο σπίτι του τάδε και τα ’καναν σκούπα». Συνήθως μετά το ρ. ακολουθεί το όλα· βλ. και φρ. κάνω σκούπα (κάτι)·
- του ’συρε όσα σέρνει η σκούπα, τον έβρισε χυδαιότατα, τον επέπληξε αυστηρότατα: «μόλις τον έπιασε να κάνει κοπάνα, του ’συρε όσα σέρνει η σκούπα». Συνών. του ’συρε όσα σέρνει το κάρο / του ’συρε τα εξ αμάξης / του ’ψαλε τον αναβαλλόμενο / του ’ψαλε τον Απόστολο / του ’ψαλε τον εξάψαλμο.