αργιλές κ. αργκιλές κ. ναργιλές κ. ναργκιλές, ο, ουσ. [<τουρκ. nargile], συσκευή καπνίσματος ανατολίτικης προέλευσης, που αποτελείται από ένα γυάλινο σφαιρικό δοχείο που λεγόταν μάπα στο οποίο είναι συνδεδεμένος ένας μακρύς και ευλύγιστος σωλήνας, το μαρκούτσι, από το οποίο καπνίζουν ένα ή περισσότερα άτομα ταμπάκο (τουμπεκί) ψιλοκομμένο, που τοποθετείται στο λουλά, ανακατωμένο με αρωματικά φυτά ή με χασίσι, του οποίου ο καπνός φιλτράρεται στο νερό που περιέχει το δοχείο. (Λαϊκό τραγούδι: βαρέθηκα τον αργιλέ, σιχάθηκα τη μαύρη, θ’ αφήσω το κορμάκι μου άλλους νταλκάδες να ’βρει // σαν φουμάρω ναργιλέ λέω στην αγάπη μου μανέ ).Από τη στιγμή που δεν υπάρχει αυθεντικός αργιλές, αυτός γίνεται πρόχειρα, ιδίως στις φυλακές (τουλάχιστον παλιότερα) από σταμνάκια, ινδοκάρυδα, πατάτες, πήλινους κουμπαράδες, τενεκεδάκια, ποτήρια κ.ά. Πρβλ.: έχω λουλαδάκι που ’ναι τεφαρίκι κι αργιλέ καρύδα, ίσα μ’ ένα μπρίκι // μάγκες, φέρτε την πατάτα για να κάνουμε λουλά, να φουμάρουνε οι μάγκες που ’χουν ντέρτι στην καρδιά (Λαϊκά τραγούδια)·
- κάνω αργιλέ, (στη γλώσσα της αργκό) α. πίνω, καπνίζω από τον αργιλέ: «πόσο καιρό έχεις να κάνεις αργιλέ; || εγώ κάνω αργιλέ δυο φορές την βδομάδα». β. τον ετοιμάζω για να πιω ή για να τον προσφέρω σε πελάτη: «ποιος θα μου κάνει έναν αργιλέ;». (Λαϊκό τραγούδι: θέλω να γίνω μπουφετζής σε τούρκικους τεκέδες να ’ρχονται οι χανούμισσες να (πίνουν) κάνουν αργιλέδες
- ο αργιλές να τρίζει, (στη γλώσσα της αργκό) έκφραση που δηλώνει πως ο αργιλές έχει πολύ και εκλεκτό χασίσι: «όταν άρχισα να πίνω, ήταν ο αργιλές να τρίζει». (Λαϊκό τραγούδι: κάντονε ντερβισόμαγκα τον αργιλέ να τρίζει και με φωτιές του θυμαριού να πιω και να σφυρίζει)· βλ. και φρ. να τρίζει, λ. τρίζω·
- πατώ αργιλέ ή πατώ τον αργιλέ, (στη γλώσσα της αργκό) τον ετοιμάζω για κάπνισμα. (Λαϊκό τραγούδι: άκου που παίζει ο μπαγλαμάς και πάτα αργιλέ για μας, κι άμα γίνουμε μαστούρια θα ’μαστε πολύ προσεχτικοί // πάρε κι εμέ, πάρε κι εμέ, να σου πατώ τον αργιλέ)· βλ. και φρ. κολλάω τις φωτιές, λ. φωτιά·
- πίνω αργιλέ, καπνίζω με αργιλέ. (Λαϊκό τραγούδι: πέντε μάγκες του Περαία πέρναγαν απ’ τον ντεκέ, ένας είπε απ’ την παρέα, πα’ να πιούμ’ έν’ αργιλέ
- ρουφώ αργιλέ, βλ. φρ. πίνω αργιλέ·
- σιάζω τον αργιλέ, (στη γλώσσα της αργκό) τον ετοιμάζω για κάπνισμα: «έχει όλα τα σέα γύρω του και σιάζει τον αργιλέ του». (Λαϊκό τραγούδι: πες μας αν έχουν γκόμενες, μανίτσες και γουστάρουν τον αργιλέ να σιάξουνε, χασίσι να φουμάρουν;
- φουμάρω αργιλέ, (στη γλώσσα της αργκό) βλ. φρ. πίνω αργιλέ. (Λαϊκό τραγούδι: μπήκα μόνος μέσα στο ντεκέ, να φουμάρω έναν αργιλέ).