σκοινάκι κ. σχοινάκι, το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. σκοινί]. 1. είδος παιδικού παιχνιδιού που παίζεται με ένα σκοινί, που το κρατάνε από τις δυο άκρες του δυο παιδιά και το κινούν κυκλικά, ενώ ένα ή περισσότερα παιδιά, πηδούν από πάνω του, τη στιγμή που αυτό αγγίζει τη γη: «τ’ αγόρια έπαιζαν κλέφτες κι αστυνόμοι και τα κορίτσια έπαιζαν σκοινάκι». 2. είδος παιχνιδιού που παίζεται από ένα παιδί ή γυμναστικό όργανο, που αποτελείται από ένα σκοινί με λαβές στις δυο του άκρες, τις οποίες κρατάει με τα χέρια του το παιδί ή ο γυμναζόμενος, που, καθώς το φέρνει συνεχώς πάνω απ’ το κεφάλι του και κάτω απ’ τα πόδια του, κάνει μικρά πηδηματάκια·
- κάνω σκοινάκι, παίζω με το σκοινάκι ή γυμνάζομαι με το σκοινάκι: «ο γιος του ήταν μόνος στην αυλή κι έκανε σκοινάκι || λίγο πριν φύγω απ’ το γυμναστήριο, κάνω και λίγο σκοινάκι».