σκληρά, τα, ουσ. [πλ. ουδ. του επιθ. σκληρός], τα πολύ ισχυρά ναρκωτικά, ηρωίνη, κοκαΐνη, κρακ κ.λπ. (Τραγούδι: όχι λέμε στην πρέζα, όχι σ’ αυτόν το διάολο, όχι λέμε στην πρέζα, όχι και στα σκληρά // τώρα γράμματα-κορώνα η ζωή με τη βελόνα, τα σκληρά στη γκαρσονιέρα με το θάνατο παρέα!
- είμαι στα σκληρά, κάνω χρήση σκληρών ναρκωτικών: «από καιρό είμαι στα σκληρά και ψάχνω τρόπο ν’ αποτοξινωθώ»·
- πέφτω στα σκληρά, αρχίζω νακάνω χρήση σκληρών ναρκωτικών: «όποιος πέφτει στα σκληρά, είναι σαν να υπογράφει τη θανατική του καταδίκη».