σκασιαρχείο, το, ουσ. [<σκασιάρχης + κατάλ. -είο], η προσχεδιασμένη απουσία από σχολικό μάθημα, υπηρεσία, εργασία κ.λπ., χωρίς δικαιολογία, χωρίς δικαιολογητικό, χωρίς λόγο: «το σκασιαρχείο ήταν μια συνηθισμένη ενέργεια στα μαθητικά μας χρόνια»·
- κάνω σκασιαρχείο, α. απουσιάζω από το σχολικό μάθημα, υπηρεσία, εργασία κ.λπ., χωρίς δικαιολογία, χωρίς δικαιολογητικό, χωρίς λόγο: «τα πιο πολλά παιδιά κάναμε σκασιαρχείο τη Δευτέρα, γιατί ήμασταν αδιάβαστα». β. (γενικά) γλιτώνω από κάτι, περνώ ανώδυνα μια ανεπιθύμητη κατάσταση: «μην κοιτάς που εσύ είχες πατέρα στρατηγό και την έκανες σκασιαρχείο από το στρατό χωρίς να πάρει κανείς χαμπάρι, ρώτα και τους υπόλοιπους!».