αράπης, ο, θηλ. αράπισσα κ. αραπίνα, η, πληθ. αράπηδες κ. αραπάδες, οι, ουσ. [<Αράπης]. 1α. αυτός που είναι πολύ μελαχρινός, πολύ μελαψός: «όλο το καλοκαίρι ήταν συνέχεια κάτω απ’ τον ήλιο κι έγινε σαν αράπης». (Λαϊκό τραγούδι: μες της Πόλης το χαμάμ ένα χαρέμι κολυμπά, αραπάδες το φυλάνε, στου Αλή πασά το πάνε // όταν παίζει ο Τσιτσάνης την αράπικη πενιά και η αραπίνα δίπλα παίζει φίνο μπαγλαμά). β. (υποτιμητικά) αυτός που ανήκει στη μαύρη φυλή, ο νέγρος: «οι Έλληνες δεν αποκαλούν αράπη ένα άτομο που ανήκει στη μαύρη φυλή, γιατί απλούστατα δεν είναι ρατσιστές». 2. ο μπαμπούλας των μικρών παιδιών: «μην κάνεις αταξίες, γιατί θα φωνάξω τον αράπη να σε φάει». 3α. (στη γλώσσα της αργκό) το απομονωτήριο της φυλακής: «τον είχαν κλεισμένο μια βδομάδα στον αράπη». Συνών. τσέλα. β. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) το ταμείο της μπαρμπουτιέρας ή της χαρτοπαιχτικής λέσχης: «πήρε όλα τα λεφτά του αράπη και τα ποντάρισε πάνω σ’ ένα φύλλο». Συνών. κάσα (4) / κουτί (2) / μάνα (3) / μπάνκα (2). γ. το πέος. (Λαϊκό τραγούδι: κι όλες γουστάρουν το μαύρο, το σκύλο, τον αράπη, τον ταμ ταμ ταμ). Μεγεθ. αραπάς, ο. Υποκορ. αραπάκι, το· βλ. και λ. Αράπης·
- καπνίζει σαν αράπης, καπνίζει πάρα πολύ, είναι μανιώδης καπνιστής: «χάλασε τα πνευμόνια του, γιατί από μικρό παιδί καπνίζει σαν αράπης». Συνών. καπνίζει και τη γόπα / καπνίζει και το φίλτρο / καπνίζει σαν καμινάδα / καπνίζει σαν μπουρί / καπνίζει σαν τζάκι / καπνίζει σαν τσιμινιέρα / καπνίζει σαν φουγάρο ·
- τον αράπη κι αν λευκαίνεις, το σαπούνι σου το χάνεις, βλ. συνηθέστ. τον αράπη κι αν τον πλένεις, το σαπούνι στο χαλάς·
- τον αράπη κι αν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς ή τον αράπη σαν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς, ματαιοπονούμε, όταν προσπαθούμε να αλλάξουμε κάποιον που έχει έμφυτα ελαττώματα. (Λαϊκό τραγούδι: όσο και να σε μαλώνω πάντα μου αντιμιλάς, τον αράπη σαν τον πλένεις το σαπούνι σου χαλάς). Η φρ. δεν έχει καμιά σχέση με το ρατσισμό. Συνών. και κραγιόν να βάλεις σε γουρούνι, πάλι γουρούνι είναι / σαπουνίζοντας γουρούνι, χάνεις κόπο και σαπούνι·
- φουμάρει σαν αράπης, βλ. φρ. καπνίζει σαν αράπης.