σικτίρισμα κ. σιχτίρισμα, το, ουσ. [από το θέμα αορ. του ρ. σικτιρίζω + κατάλ. -μα], η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σικτιρίζω·
- τρώω σικτίρισμα ή τρώω το σικτίρισμά μου, α. δέχομαι χυδαίες βρισιές από κάποιον: «αυτή την ώρα είναι στο γραφείο τ’ αφεντικού του και τρώει το σικτίρισμά του, γιατί έστειλε λάθος παραγγελία». β. απολύομαι από τη δουλειά μου με σκαιότατο τρόπο: «θα τρώει σικτίρισμα όποιος δε δουλεύει ευσυνείδητα».