σιγανοπαπαδιά, η, ουσ. [<σιγανός + παπαδιά]. 1. (και για τα δυο φύλα) που υποκρίνεται τον ήσυχο, το φρόνιμο, τον κουτό, ενώ στην πραγματικότητα είναι πονηρός: «πρόσεχε αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί σου είναι μια σιγανοπαπαδιά, Θεός να σε φυλάει!». 2. που υποκρίνεται το δυστυχισμένο, για να αποκομίσει κάποια οφέλη: «ήρθε και κείνη η σιγανοπαπαδιά να πιάσει δουλειά κι είχε μια έκφραση, λες και του σκότωσαν τον πατέρα!». Υποκορ. σιγανοπαπαδίτσα, η. (Λαϊκό τραγούδι: από μικρούλα τόση δα, με την κοντή ποδίτσα, κατάλαβα πως ήσουνα σιγανοπαπαδίτσα
- κάνω τη σιγανοπαπαδιά, α. υποκρίνομαι τον ήσυχο, το φρόνιμο, τον κουτό, προσποιούμαι ότι δεν ξέρω τίποτα, ότι έχω άγνοια για κάτι: «έλα δω εσύ, που μου κάνεις τη σιγανοπαπαδιά, πες μου ποιος άρχισε πρώτος τον καβγά;». β. υποκρίνομαι το δυστυχισμένο, για να αποκομίσω κάποια οφέλη: «όταν πρόκειται να κερδίσει κάτι, να τον δεις τι ωραία που ξέρει και κάνει τη σιγανοπαπαδιά!».