σήμερα, επίρρ. [<αρχ. σήμερον], σήμερα· ως ουσ. το σήμερα, το παρόν: «όλοι νοιάζονται μόνο για το σήμερα». (Ακολουθούν 20 φρ.)·
- από σήμερα σ’ αύριο, βλ. φρ. με το σήμερα με το αύριο·
- δε μας θέλει η μπάλα σήμερα ή δε μας θέλει σήμερα η μπάλα, βλ. λ. μπάλα·
- και ντε σήμερα, ντε αύριο, βλ. λ. ντε·
- μ’ έχει από σήμερα σ’ αύριο ή μ’ έχει με το σήμερα με το αύριο, αναβάλλει συνεχώς να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις που έχει απέναντί μου: «μου χρωστάει κάτι λεφτά εδώ και τόσο καιρό και μ’ έχει με το σήμερα με το αύριο»·
- με πάει από σήμερα σ’ αύριο, βλ. φρ. μ’ έχει από σήμερα σ’ αύριο·
- με ρίχνει από σήμερα σ’ αύριο, βλ. συνηθέστ. μ’ έχει από σήμερα σ’ αύριο·
- με το σήμερα με το αύριο, με διαδοχικές, με συνεχείς αναβολές: «με το σήμερα με το αύριο χάσαμε την προθεσμία υποβολής των δικαιολογητικών»·
- σαν σήμερα, γεγονός που συντελέστηκε στο παρελθόν την ίδια ημερομηνία με τη σημερινή: «σαν σήμερα ήταν που πέθανε ο πατέρας μου, πριν από πέντε χρόνια». (Λαϊκό τραγούδι: σαν σήμερα σαν σήμερα βαριά με δέσαν σίδερα
- σήμερα αύριο, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, μια από αυτές τις μέρες που έρχονται: «μη στενοχωριέσαι, γιατί σήμερα αύριο θα στα δώσω τα λεφτά που σου χρωστάω»·
- σήμερα δέκα ή σαν σήμερα δέκα ή σήμερα κάνει δέκα (ενν. ημέρες), πριν από δέκα ημέρες: «έχει πολλές μέρες που έφυγε; -Σαν σήμερα κάνει δέκα». Ο αριθμός ανάλογος·
- σήμερα είμαστε, (κι) αύριο δεν είμαστε, έκφραση με την οποία δηλώνει κάποιος πως η ζωή είναι πρόσκαιρη και μάταιη: «όλα είναι μάταια στη ζωή μας, φιλαράκι, γιατί σήμερα είμαστε κι αύριο δεν είμαστε». Πρβλ. για κάτσετε λιγάκι να σκεφθείτε πως πρέπει να γλεντάτε τη ζωή, σήμερα είσαι κι αύριο φεύγει γλέντησε άνθρωπε όσο μπορείς (Λαϊκό τραγούδι)·
- σήμερα εσύ, αύριο εγώ, έκφραση με την οποία δηλώνουμε πως στη ζωή το καλό και πιο συχνά το κακό δεν είναι μόνιμο σε κάποιον άνθρωπο, αλλά, ενώ σήμερα μπορεί να συμβαίνει στον έναν, μπορεί την επομένη να συμβαίνει στον άλλον: «μη στενοχωριέσαι, φίλε μου, γι’ αυτή την ατυχία σου, γιατί σήμερα εσύ, αύριο εγώ»·
- σήμερα έχει, αύριο δεν έχει, έκφραση με την οποία δηλώνουμε σε κάποιον πως πρέπει να προλάβει να επωφεληθεί από κάποια ευκαιρία που παρουσιάστηκε: «τρέξε να προλάβεις ν’ αγοράσεις απ’ το τάδε κατάστημα, που τα δίνει όλα μισοτιμής, γιατί σήμερα έχει, αύριο δεν έχει»·
- σήμερα ζούμε, (κι) αύριο δε ζούμε, βλ. συνηθέστ. σήμερα είμαστε, (κι) αύριο δεν είμαστε·
- σήμερα θα… (ακολουθεί ρήμα), αύριο θα… (ακολουθεί το ίδιο ρήμα), μάταια περιμένουμε να συμβεί, να πραγματοποιηθεί από κάποιον ή από κάτι,αυτό που δηλώνει το ρήμα: «μου είχε υποσχεθεί πως θα μ’ έπαιρνε στη δουλειά του, όμως σήμερα θα με πάρει, αύριο θα με πάρει, νιος ήμουν και γέρασα || είχαν πει απ’ το Λιμεναρχείο πως το καράβι θα ερχόταν αργά το βράδυ, όμως σήμερα θα ’ρθει, αύριο θα ’ρθει, πέρασαν τρεις μέρες και καράβι δε φαινόταν»· βλ. και φρ. τώρα θα…, ύστερα θα…, λ. τώρα·
- τι ’ν’ ο άνθρωπος! Σαν το χόρτο του κάμπου. Πράσινο σήμερα, ξερό αύριο, βλ. λ. άνθρωπος·
- το πάει από σήμερα σ’ αύριο, βλ. φρ. μ’ έχει από σήμερα σ’ αύριο·
- το ρίχνει από σήμερα σ’ αύριο, βλ. συνηθέστ. μ’ έχει από σήμερα σ’ αύριο·
- τι σήμερα, τι αύριο, λέγεται στην περίπτωση που θέλουμε να δηλώσουμε σε κάποιον πως δεν υπάρχει σπουδαία διαφορά ανάμεσα σε ένα τόσο μικρό χρονικό διάστημα: «αφού σου υποσχέθηκε πως αύριο θα σου δώσει τα λεφτά που σου χρειάζονται, τι σήμερα, τι αύριο»·
- το πάει από σήμερα σ’ αύριο, βλ. φρ. μ’ έχει από σήμερα σ’ αύριο·
- το ρίχνει από σήμερα σ’ αύριο, βλ. συνηθέστ. μ’ έχει από σήμερα σ’ αύριο·
- το σήμερα είναι χτες, λέγεται για την ταχύτατη εξέλίξη που συντελείται στην εποχή μας: «η εξέλιξη στη ζωή μας έχει πάρει τέτοιες τεράστιες διαστάσεις, που το σήμερα είναι χτες»·
- του σήμερα, α. που είναι της επικαιρότητας, που είναι βραχύβιος: «άλλαξε μυαλά, γιατί αυτά είναι επαγγέλματα του σήμερα και κάποια στιγμή θα βρεθείς χωρίς να έχεις κάτι σίγουρο στα χέρια σου». β. που είναι σύγχρονος με την εποχή του, που είναι έτσι όπως απαιτούν οι συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες: «είναι άνθρωπος του σήμερα και νοιάζεται μόνο για το χρήμα».