σημειωτόν, το, ουσ. [ουδ. του μτγν. επιθ. σημειωτός], ο επιτόπου βηματισμός, ιδίως γυμναστικής ομάδας ή στρατιωτικού αγήματος: «σημειωτόν, μαρς!»·
- η δουλειά πάει σημειωτόν, βλ. λ. δουλειά·
- κάνω σημειωτόν, βηματίζω επιτόπου: «ο λοχίας μας είχε μια ώρα και κάναμε σημειωτόν»·
- πάω με βήμα σημειωτόν, βλ. φρ. πάω σημειωτόν· 
- πάω σημειωτόν, ενεργώ με πολύ αργό τρόπο, σε πολύ αργό ρυθμό και, κατ’ επέκταση, ενεργώ με πολλή περίσκεψη: «όταν πρόκειται να παραδώσω πάρα πολύ καλή δουλειά, πάω σημειωτόν».