σημειώνομαι, ρ. [<σημειώνω]. 1. παρατηρούμαι, επισημαίνομαι, γίνομαι αισθητός: «σημειώθηκε βελτίωση του καιρού || χτες βράδυ σημειώθηκε μεγάλη κινητοποίηση της αστυνομίας || τέτοια αποτυχία σε κομματική συγκέντρωση πρώτη φορά σημειώνεται». 2. έχει λάβει κάποιος υπόψη του μια ενέργειά μου, καλή ή κακή, που τη θεωρεί σοβαρή και επιφυλάσσεται για την επιβράβευση ή την τιμωρία μου: «είναι η δεύτερη φορά που σημειώνεσαι για τη θετική στάση που κράτησες απέναντί μου, και θα ’ρθει μια μέρα που θα στο ξεπληρώσω || είναι η δεύτερη φορά που σημειώνεσαι για ανάρμοστη συμπεριφορά, κι αν ξανασυμβεί, θα πάρω τα μέτρα μου»·
- αξίζει να σημειωθεί, είναι άξιο λόγου, αναφοράς, αξίζει να επισημανθεί: «παρ’ όλες τις δυσκολίες που αντιμετώπισε ο τάδε, αξίζει να σημειωθεί η θετική προσφορά του προς το σωματείο μας».