σημαία, η, ουσ. [<μτγν. σημαία], η σημαία· το πάγιο χρηματικό ποσό που αναγράφεται στο ταξίμετρο πριν ακόμα αρχίσει η διαδρομή: «θα ’πρεπε να πληρώσω γι’ αυτή τη διαδρομή ενάμιση ευρώ, αλλά με τη σημαία πλήρωσα δυόμισι». Υποκορ. σημαιάκι, το κ. σημαιίτσα, η κ. σημαιούλα, η. (Ακολουθούν 11 φρ.)·
- κάνω σημαία μου (κάτι), κάνω κάτι σύμβολο του αγώνα μου: «στην προεκλογική περίοδο το κόμμα μας έκανε σημαία του την πάταξη της φοροδιαφυγής και της δημόσιας ασυδοσίας»·
- κατεβάζω τη σημαία, την υποστέλλω: «με τη δύση του ηλίου ένα στρατιωτικό άγημα κατεβάζει τη σημαία απ’ το Λευκό Πύργο»· βλ. και φρ. ρίχνω τη σημαία·
- κρατώ τη σημαία ψηλά ή κρατώ ψηλά τη σημαία, συνεχίζω τον αγώνα μου, δεν εγκαταλείπω την προσπάθειά μου: «παρ’ όλες τις δυσκολίες που αντιμετώπισε, κράτησε ψηλά τη σημαία, ώσπου στο τέλος, δικαιώθηκε»·
- παίρνω άδεια απ’ τη σημαία, βλ. λ. άδεια·
- πήρε την καρό σημαία, (για οδηγούς αγωνιστικών αυτοκινήτων) τερμάτισε πρώτος: «ξεπερνώντας ο τάδε όλα τα φαβορί, πήρε την καρό σημαία». Από το ότι, όταν τερματίζει κάποιος οδηγός πρώτος, ένας από τους κριτές του αγώνα που βρίσκεται στη γραμμή του τερματισμού, κυματίζει πολλές φορές νευρικά πάνω κάτω μια καρό σημαία·
- πλαστική σημαία, σημαία από πλαστικό που χρησιμοποιούν συνήθως τα πολιτικά κόμματα, όπου έχουν σταμπαρισμένο το πολιτικό τους έμβλημα.  (Τραγούδι: σημαία από νάιλον σηκώνουμε σημαία πλαστική, ο κόσμος δεν έχει τίποτα μα τίποτα να πει
- ρίχνω τη σημαία, (για ταξιτζήδες) σβήνω την ένδειξη ελεύθερο ή ταξί, που αντιστοιχεί με ένα πάγιο χρηματικό ποσό, το οποίο αναγράφεται στο ταξίμετρο, πριν ακόμα αρχίσει η διαδρομή: «μόλις μπήκα στο ταξί, ο ταξιτζής έριξε τη σημαία και ξεκινήσαμε»·
- σηκώνω λευκή σημαία, ένδειξη παράδοσης, συμβιβασμού ή ειρηνικής διευθέτησης διαφορών: «μόλις τον είδα να παθαίνει νευρική κρίση, σήκωσα λευκή σημαία για να ηρεμήσουν τα πράγματα»·
- σηκώνω τη σημαία, κάνω έπαρση σημαίας: «κάθε πρωί ένα στρατιωτικό άγημα σηκώνει τη σημαία στο Λευκό Πύργο»· βλ. και φρ. υψώνω τη σημαία·
- το κάνω σημαία, διατυμπανίζω, κοινολογώ κάποιο μυστικό: «μια φορά σου εμπιστεύτηκα κι εγώ κάτι κι εσύ πήγες και το ’κανες σημαία»·
- υψώνω τη σημαία, πρώτος διακηρύσσω κάτι, πρώτος αγωνίζομαι για κάτι: «ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ύψωσε τη σημαία της επανάστασης του 1821».