σερμπέτι, το, ουσ. [<τουρκ. serbet]. 1. είδος πολύ γλυκού και αρωματικού ποτού: «το σερμπέτι είναι ένα ανατολίτικο ποτό». (Λαϊκό τραγούδι: ο λουλάς και το σερμπέτι μ’ έφεραν σ’ αυτή τη θέση). 2. οτιδήποτε είναι πολύ γλυκό: «του ’πα να μου βάλει λίγη ζάχαρη στον καφέ κι αυτός τον έκανε σερμπέτι». 3. άνθρωπος γλυκομίλητος: «αποκλείεται να σου μίλησε άσχημα, γιατί αυτός ο άνθρωπος είναι σερμπέτι». 4. στον πλ. τα σερμπέτια, τα γλυκόλογα, τα ερωτόλογα, τα γλυκά φιλιά: «κάθισαν σε μια σκοτεινή γωνιά κι άρχισαν τα σερμπέτια»·
- η γλώσσα του είναι σερμπέτι, βλ. λ. γλώσσα·
- η γλώσσα του στάζει σερμπέτι, βλ. λ. γλώσσα·
- τα λόγια του είναι σερμπέτι, βλ. λ. λόγος·
- τα λόγια του στάζουν σερμπέτι, βλ. λ. λόγος·
- το στόμα του είναι σερμπέτι, βλ. λ. στόμα·
- το στόμα του στάζει σερμπέτι, βλ. λ. στόμα·
- τους πήραν τα σερμπέτια, (για ερωτικά ζευγάρια) άρχισαν να ανταλλάσσουν ερωτόλογα, άρχισαν να ανταλλάσσουν παθητικά φιλιά: «μόλις έφυγαν οι άλλοι και τους άφησαν μόνους, τους πήραν τα σερμπέτια».