σέντσι, το, ουσ. [<αγγλ. cent (= το ένα εκατοστό του δολαρίου)], συνήθως στον πλ. τα σέντσια (γενικά) το χρήμα, τα χρήματα: «όταν σου λείπουν τα σέντσια, είναι καλύτερα να κάθεσαι στο σπιτάκι σου»·
- δεν έχω (ούτε) σέντσι, είμαι (τελείως) άφραγκος: «μη μου ζητάς δανεικά, γιατί δεν έχω σέντσι»·
- δεν υπάρχει (ούτε) σέντσι, δεν υπάρχουν (καθόλου) χρήματα, είμαι (τελείως) άφραγκος: «θέλω να κάνω ένα σωρό πράγματα, αλλά δεν υπάρχει ούτε σέντσι».