σεβντάς, ο, ουσ. [<τουρκ. sevda]. 1. ο έρωτας, ο ερωτικός καημός, ο ερωτικός πόνος: «έχει σεβντά με την τάδε». (Λαϊκό τραγούδι: σαν το δικό σου το κορμί άλλο δεν έχω ξαναδεί, ξυπνά τον πόθο στην καρδιά και μου φουντώνει το σεβντά). 2. (γενικά) ο καημός, η στενοχώρια: «μη του μιλάς, γιατί έχει μεγάλο σεβντά που δεν πέρασε ο γιος του στο πανεπιστήμιο».
- άλλο σεβντά δεν είχα! ή άλλο σεβντά δεν έχω! ή άλλο σεβντά δεν είχαμε! ή άλλο σεβντά δεν έχουμε! α. έκφραση δυσαρέσκειας για κάτι ενοχλητικό ή δυσάρεστο που μας ζητάνε ή μας υπενθυμίζουν ότι είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε: «μόλις τελειώσεις τη δουλειά που κάνεις, θα μεταφέρεις αυτό το εμπόρευμα στην αποθήκη. -Άλλο σεβντά δεν είχα! Εγώ καίγομαι για να στείλω τις παραγγελίες που έχω! || την Κυριακή βαφτίζει ο τάδε την κόρη του και πρέπει να πάμε κι εμείς στην εκκλησία. -Άλλο σεβντά δεν είχα!». β. γελιέσαι, αν νομίζεις πως θα σε βοηθήσω, πως θα σε εξυπηρετήσω ή πως θα είμαι υποχρεωμένος να θυμάμαι συνέχεια αυτό που μου ζήτησες: «θα με βοηθήσεις στη μετακόμιση; -Άλλο σεβντά δεν έχω! || θα μου φέρεις όπως θα έρχεσαι κι αυτά που σου ζήτησα; -Άλλο σεβντά δεν είχαμε!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σώπα ρε. Για συνών. βλ. φρ. άλλη σκασίλα δεν είχα! λ. σκασίλα·
- έχω σεβντά, έχω ερωτικό καημό, ερωτικό πόνο, βασανίζομαι ερωτικά: «έχω σεβντά για την τάδε κι αυτή πέρα βρέχει». (Λαϊκό τραγούδι: στην Καλαμπάκα μια βραδιά θα πάω να μεθύσω, γιατί με κάποια (τρελή ξανθιά) έχω σεβντά, θέλω να της μιλήσω
- κι είχα ένα σεβντά! ή κι έχω ένα σεβντά! ή κι είχαμε ένα σεβντά! ή κι έχουμε ένα σεβντά! δε με νοιάζει διόλου, αδιαφορώ τελείως: «αν δε με πιστεύεις δε θα σε ξαναμιλήσω. -Κι είχα ένα σεβντά!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το σώπα ρε. Για συνών. βλ. φρ. κι είχα μια σκασίλα!